Απόσπασμα συνέντευξης με έναν γλύπτη από το Συμπόσιο Γλυπτικής 2008 στην 'Ανοιξη
Εμείς στην Άνοιξη δεν είχαμε έρθει ποτέ ξανά. Είναι πολύ ωραίο μέρος και μέσα στο πράσινο. Και ο Βασίλης κατάφερε να δουλέψει το γλυπτό του μέσα στο χώρο. Ήταν μια ευτυχής συγκυρία πως η τελευταία δουλειά του έχει να κάνει με την έννοια του γεφυριού. Και μόλις είδε τον χώρο είπε, «αυτό είναι. Θα κάνω μια γέφυρα που θα ενώνει το ένα μέρος του πάρκου με το άλλο». Τις πρώτες μέρες, όσοι περνούσαν μας ρωτούσαν τι είναι αυτό που κάνουμε. Στην αρχή, δεν μπορούσαμε να τους εξηγήσουμε τι είναι αυτό που θα γίνει. Γιατί κι οι δύο μας θεωρούμε πως δεν είναι μια γέφυρα, αλλά η έννοια της γέφυρας. Είναι ένα πέρασμα, ένα βοήθημα για να ενώσεις δύο χώρους διαφορετικούς. Τους λέγαμε λοιπόν, ότι είναι ένα γλυπτό, ότι θα γίνει μια κατασκευή, ένα διακοσμητικό ας πούμε, για να μπορέσουμε να τους προσεγγίσουμε. Έτσι χαλαρώνανε, γιατί σου λέει, «κάτι καλό θα γίνει». Όσο όμως προχώραγε και πήγαινε να υλοποιηθεί και φαινότανε για γέφυρα, το βρίσκανε μόνοι τους και λέγανε, «είναι μια γέφυρα;». Τους έφτανε κι αυτό. Αν τους λέγαμε, «ναι, είναι μια γέφυρα», τους έφτανε. Ο θεατής, αυτός που δεν έχει άμεση σχέση με το έργο, του λείπει αυτό το πράγμα... Του λείπουν τα συμφραζόμενα... Θέλει να εξηγείται. Προσπαθεί να δει με τι μοιάζει, τι είναι. Αν είναι κάτι καθαρά εννοιολογικό και μετέωρο, τον βλέπεις ότι κάπου δεν θέλει να μπει σε αυτήν τη διαδικασία. Αν βρει τι είναι, με τι μοιάζει, τότε ησυχάζει.