Παλεύουμε ακόμα και για το αυτονόητο

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα περιβάλλον
Εγώ στο Κρυονέρι αναβίωσα τα παιδικά μου χρόνια και η γυναίκα μου το χωριό της. Κάναμε παρέες, κοινές δραστηριότητες. Ωστόσο ορισμένοι χειρισμοί με πειράζουν. Φύγαμε από τα προβλήματα της Αθήνας και βρήκαμε άλλα προβλήματα εδώ. Δυστυχώς δεν λειτουργούν οι νόμοι. Όταν ήρθα στο Κρυονέρι ζήτησα από την Κοινότητα να μου δώσουν κάποιο έγγραφο με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μου. Μου δώσανε ένα βιβλιαράκι που ανέφερε αυτά, αλλά από όσα ανέφερε δεν γίνεται τίποτα. Το 1994 έχασα τον πατέρα μου και μετέφερα εδώ τα οστά του. Το 2001 έχασα τον αδελφό μου και τον θάψαμε και αυτόν εδώ. Λέω λοιπόν, «ρε παιδιά το νεκροταφείο επεκτάθηκε λόγω νέων κατοίκων ή αύξησης της θνησιμότητας, δεν βάζουμε έναν άνθρωπο να ανάβει τα καντήλια; Να υπάρχει μια ετήσια συνδρομή για κάθε οικογενειακό τάφο;». «Α, μου λέει η κοινοτική αρχή, αν δεν έλθει σε εμένα ο πολίτης να μου πει τι θέλει ο υπάλληλος δεν θα τα ανάψει τα καντήλια». «Δηλαδή τι θα κάνετε, θα ανάβετε εσείς τα καντήλια;!;» τους ρωτάω έκπληκτος. Επειδή δηλαδή κάποιος δεν το πιστεύει, μου αφαιρεί εμένα, που το πιστεύω ή που το αισθάνομαι, το αναφαίρετο δικαίωμα να ανάβω το καντήλι; Καταλήγουμε λοιπόν πάλι στα ίδια. Να αναρωτιόμαστε για πιο πράγμα να παλέψουμε, για το αυτονόητο; Για να μπορώ να ανάβω το καντήλι;

Κοινός τόπος, διαφορετικές νοοτροπίες

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Θα πρέπει να δίνεις λύση στα προβλήματα που δημιουργούνται με τους γείτονες. Εγώ έχω όλη την καλή διάθεση απέναντι στους άλλους, αλλά το πώς θα αντιδράσεις εξαρτάται και από το είδος της ενόχλησης που θα υποστείς από κάποιον. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Δίπλα από το σπίτι μου υπάρχει ένα οικόπεδο που ο ιδιοκτήτης του το έχει κάνει χωματερή. Ό,τι έχει για πέταμα, το μαζεύει εκεί μέσα! Παλιότερα, το οικόπεδο άνηκε ολόκληρο στον πεθερό του, ο οποίος του έδωσε το μισό. Αυτό που ανήκει ακόμα στον πεθερό του είναι πεντακάθαρο, καθρέφτης, ντρέπεσαι να το βλέπεις! Με ένα σπίτι καθαρό μέσα, με τον κήπο του, τον απλό βέβαια, αλλά λάμπει! Το υπόλοιπο μισό είναι χωματερή. Έχει μηχανήματα εκσκαφής, φορτηγά, παλιορόδες για πέταμα, ξύλα, παλέτες, κορμούς, ό,τι θέλεις! Όλα πεταμένα εκεί μέσα και μάλιστα κάτω από τα πεύκα. Μια μέρα πιάνω τον πεθερό του, που το γνωρίζω χρόνια σαν γείτονα, «τι θα γίνει με αυτόν;» Μου λέει ο άνθρωπος, «έχετε δίκιο». Μου είπε και αυτός διάφορα προβλήματα που αντιμετώπιζε με τον γαμπρό του. Ιστορίες για αγρίους, να φρίξεις! Ένα πρωί, λίγο καιρό μετά, βλέπω το σπίτι να έχει γίνει ντουμάνι. Αναγκάστηκα να ανοίξω τα παράθυρα, δεν μπορούσες να μπεις μέσα. Να βγαίνει ντουμάνι ο καπνός από τα φορτηγά. Του λέω, «τι κάνεις εκεί άνθρωπέ μου;». Ε, ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! «Άσε μας κυρά μου», μου λέει, «που ήρθες από την Αθήνα να μας διώξεις από τον τόπο μας, όπου μένουμε 40 χρόνια». Και έρχεται και η γυναίκα του και αρχίζει να ουρλιάζει και αυτή: «από το Θεό να το βρεις, πώς θα βγάλουμε εμείς το ψωμί μας που πληρώνουμε εφορία…». Της λέω και εγώ - «Ξέρει πως εδώ είναι οικιστική περιοχή και εσύ έχεις φτιάξει μηχανουργείο; Και εντάξει όπως σε ανέχτηκα τόσα χρόνια μπορώ να σε ανεχτώ και τώρα αρκεί και εσύ να δείξεις μια καλή διάθεση. Πήγαινε τα φορτηγά πενήντα μέτρα πιο πέρα που είναι το γήπεδο και δεν υπάρχει ψυχή»- «Δεν μπορώ, θα μου κλέψουνε τα φορτηγά»- «Βάλε συναγερμό, πάρε μέτρα, δεν μπορώ να σου λύσω εγώ όλα τα προβλήματα. Και σε τελική ανάλυση τόσα χρόνια που δεν της είχε δώσει το οικόπεδο ο πατέρας της που τα έβαζε τα φορτηγά; Ή όλη αυτήν την σαβούρα που την είχε, που την μάζευε; Και αν δεν την μάζευε, γιατί την μαζεύει τώρα;». Τελικά αναγκάστηκα να φτάσω στην Κοινότητα για να διαμαρτυρηθώ. Συμμορφώθηκαν για λίγο καιρό μετά πάλι τα ίδια. Είναι γύφτος ο άνθρωπος, δεν θέλει να συνεννοηθεί. Με τέτοιες συμπεριφορές πώς να έρθεις πιο κοντά;

Ο κακοπροαίρετος γείτονας

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Ένας κάτοικος της περιοχής είχε κάτι περίεργα σκυλιά. Μια μέρα, αυτά δάγκωσαν μια γυναίκα. Άκουγα διάφορους που της έλεγαν, «κυνήγησέ τον, πάρ’ του τα όλα!». Εντάξει, αν είσαι καλοπροαίρετος γιατί να του πάρεις του άλλου την περιουσία; Δηλαδή και εγώ αν είχα ένα σκυλάκι και δάγκωνε κάποιον θα έπρεπε να μου πάρουν το σπίτι;

Όμορφες στιγμές στη γειτονιά

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Εγώ με τους γείτονες μου έχω ζήσει ωραίες στιγμές και τις απολαμβάνω ακόμα και τώρα. Είναι αλήθεια ωστόσο, πως σε πολλά γεγονότα οι κάτοικοι δεν είναι όλοι μαζί. Ο καθένας θέλει τον δικό του τρόπο. Υπάρχει και ένα ζήτημα αντιπαλότητας για διάφορους λόγους. Χαρακτηριστικά, μια φορά που είχε πολύ χιόνι και είχα αποκλειστεί, ήρθε ένας γείτονας, με τον οποίο δεν είχα παρά μια καλημέρα, και με βοήθησε ο άνθρωπος. Αφού τελειώσαμε και τον ευχαρίστησα, μου λέει: «Δεν χρειάζεται να κουράζεσαι άδικα. Θέλει τρόπο, όχι κόπο». Μόλις έφυγε, ήρθε ένας άλλος γείτονας και μου λέει με τη σειρά του: αυτός που σε βοήθησε δεν ξέρει, θα σου δείξω εγώ πώς να φτυαρίζεις το χιόνι». Ήθελε να μου δείξει αυτός τον τρόπο. Θα σας πω και άλλο ένα παράδειγμα. Τώρα τελευταία, εδώ και 15 μέρες, μας έρχεται μια αλεπού. Και την ταΐζουμε όλοι στη γειτονιά. Κάθε μέρα, 8.30 με 9.00 θα έρθει να φάει. Επειδή σιγά-σιγά ο οικισμός επεκτάθηκε και μειώθηκε το δάσος δεν βρίσκει να φάει και αναγκάζεται να κατεβαίνει στα σπίτια. Όλοι περιμένουμε να έρθει η αλεπού. Συνήθως όμως, έρχεται σε εμένα. Της βάζω ό,τι περισσεύει από το φαγητό. Μια μέρα ήταν έξω από το σπίτι μου και έτρωγε. Και εκείνη την ώρα χτυπάει το τηλέφωνο και ήτανε ένας γείτονας και μου λέει: - «Έχω την αλεπού έξω από το σπίτι μου και τρώει»- «Πού την έχεις την αλεπού;»- «Εδώ από έξω και τρώει»- «Θα είναι καμιά άλλη, δίδυμη» - «Όχι τρώει το κοτόπουλο που της πήρα, το κάνει μια χαψιά!»- «Περίεργο, γιατί η αλεπού είναι εδώ μπροστά μου και τρώει».
Τότε για να δικαιολογηθεί μου λέει, «ναι έφυγε από εμένα και ήρθε σε εσένα». Αυτό δείχνει μια αντιπαλότητα. Σαν ο καθένας να προσπαθεί να αποδείξει πως «εγώ το προσέχω το περιβάλλον περισσότερο από εσάς».

Να έρθουμε πιο κοντά

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Στο Κρυονέρι υπάρχει όντως μια αντιπαλότητα μεταξύ «παλιών» και «νέων». Φταίμε όμως κάπου και εμείς, όχι μόνο οι ντόπιοι. Γιατί από τη μια υπάρχει όντως, η προκατάληψη πως «ήρθε ο Αθηναίος στα Βόρεια Προάστια, ο λεφτάς, ο γιάπης, ο ψηλομύτης, που δεν μιλάει στο Βλάχο, στον χωρικό, σε αυτόν που έμενε εδώ πέρα». Από την άλλη όμως, και ο νέος κάτοικος δεν πλησιάζει τον άλλο, τον βλέπει από μακριά, δεν συμμετέχει στην τοπική κοινωνία. Λέει μια καλημέρα και αυτήν μέσα από τα δόντια του. Με τον τρόπο αυτό ενισχύει την εικόνα που έχει δημιουργήσει ο ντόπιος στην φαντασία του για τους νέους κατοίκους. Το ζήτημα λοιπόν είναι, να έρθουμε πιο κοντά ο ένας στον άλλον.

Εδώ καταλαβαίνουμε τις εποχές του χρόνου

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Εγώ από 5 χρονών πήγαινα στις κατασκηνώσεις στην άλλη πλευρά της Πάρνηθας, στο Μετόχι. Και ήταν ένα όνειρό μου όσο μεγάλωνα να μείνω σε αυτό το βουνό. Για διάφορους λόγους δεν γινόταν. Το 1998, που έψαχνα να αγοράσω σπίτι, δεν τόλμησα να έρθω εδώ. Αγόρασα ένα μεγάλο και ωραίο σπίτι στην Αθήνα, στα Πατήσια. Βέβαια, με τα χρήματα αυτά θα μπορούσα να πάρω εδώ διπλάσιο σπίτι και οικόπεδο. Τέλος πάντων, το ίδιο πράγμα είναι. Αυτό που δεν έκανα το 1998 και φοβήθηκα το έκανα το 2003. Είχα ένα φίλο εδώ που είχε αγοράσει σπίτι πριν από εμένα. Έτσι περνούσα χρόνια από το Κρυονέρι, για να τον δω. Μου άρεσε και πολύ η περιοχή. Θυμάμαι πώς πήρα την απόφαση. Μια μέρα, το 2001, είχαμε έρθει βόλτα με τη γυναίκα μου στην περιοχή. Καθίσαμε έξω από το νεκροταφείο, να ξεκουραστούμε. Είχε ένα πολύ ωραίο αεράκι, και μου λέει η γυναίκα μου: «πολύ ωραίο μέρος». Της λέω αστειευόμενος, «αφού σου αρέσει, εδώ θα σου πάρω σπίτι. Θα είναι όμως κάτω από τη γη». Τέλος πάντων τόλμησα και εγώ, γιατί ήταν όντως ρίσκο αφού λίγα χρόνια πριν είχα αγοράσει σπίτι στα Πατήσια, να αγοράσω εδώ σπίτι. Βέβαια, σε αυτό με ώθησε και το γεγονός πως υπέφερα από κάποιους γείτονες. Όχι πως μου με είχαν πειράξει οι ίδιοι. Απλά, με ενοχλούσε η αδιαφορία τους, η γαϊδουριά τους και η ανέχεια τους σε αυτούς που τους πειράζανε. Συγκεκριμένα, υπήρχε ένα νεοκλασικό διατηρητέο πίσω από το σπίτι μας. Εκεί έμενε μια ρακοσυλλέκτρια με 10-15 σκυλιά. Δεν ξέραμε αν είναι δικό της το σπίτι, κανείς δεν ήξερε, κανείς δεν τόλμαγε να ρωτήσει. Τα σκυλιά όλη τη μέρα γαυγίζανε και κλαίγανε. Επιπλέον, βρωμούσαν όλα τα Πατήσια, όλη η Κολιάτσου από τα περιττώματα τους. Εγώ είχα αναλάβει και διαχειριστής της πολυκατοικίας. Μιας και ήμουν και ο πιο νέος, ήλπιζα πως θα βοηθούσα να λειτουργήσει κάπως πιο σωστά. Ωστόσο, έβλεπα στον 4ο όροφο οικογένειες με νεογέννητα μωρά να έχουν τα παράθυρα κλειστά από τη βρώμα. Τους έλεγα «γιατί ρε παιδιά δεν πάτε στην αστυνομία να το καταγγείλετε. Δεν μπορούμε να ανοίξουμε τα παράθυρα από την βρώμα, κάντε κάτι!». Μεγάλη αδιαφορία! Εγώ έφτασα τρεις φορές στον εισαγγελέα υπηρεσίας, κινητοποίησα έναν ολόκληρο μηχανισμό. Έκανα αυτό που ήθελα και έφυγα. Τους έριξα μια μούντζα σε όλους και ήρθα εδώ που ήθελα. Εδώ τόσο εγώ όσο και τα παιδιά μου καταλαβαίνουμε τις εποχές: το καλοκαίρι, τη βροχή, το κρύο, το χώμα που μυρίζουμε.

Μεταξύ ντόπιων και ξένων

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Είναι εντυπωσιακό στο Κρυονέρι πως η διάκριση «ντόπιου-ξένου» δεν έχει περάσει μόνο στη νέα γενιά, αλλά και στους θεσμούς. Είτε πρόκειται για τους πολιτιστικού συλλόγους, είτε για τους συλλόγους γονέων, είτε για το κοινοτικό συμβούλιο, είτε για το ΚΑΠΗ. Αυτό έχει αντίκτυπο στην εξυπηρέτηση των πολιτών. Εγώ όταν ήμουν στον Δήμο Αθηναίων αν χρειαζόμουν ένα πιστοποιητικό το έπαιρνα την ίδια στιγμή. Εδώ μπορεί να περιμένω και μια και δύο μέρες. Αν βέβαια τους ξέρεις το παίρνεις και την ίδια στιγμή. Όλα αυτά λοιπόν θα πρέπει να τα επαναδιαπραγματευτούμε ή πρέπει να θεωρούνται αυτονόητα;

Όταν οι πολίτες κάνουν τις καμήλες...

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Στο Κρυονέρι πολλοί έχουν βόθρους που δεν είναι στεγανοποιημένοι. Όταν βρέχει, πολλές επιχειρήσεις αλλά και ιδιώτες αφήνουν τα νερά να τρέξουν για να καταλαγιάσει ο βόθρος και να χρειαστεί να καλέσουν το βυτίο λιγότερες φορές. Όταν λοιπόν, πας στην κοινότητα να διαμαρτυρηθείς, αμέσως αυτοί περνάνε στην επίθεση. Σου λένε, «εσύ δεν έχεις κάνει ποτέ παρανομία; Αν θέλεις κάνε εσύ μήνυση». Όμως έτσι δεν γίνεται τίποτα. Κατά τη γνώμη μου όταν έχεις ένα παράπονο, δεν είναι δυνατόν να σε ρωτάει εσύ τις έχεις κάνει. Τι έχει κάνει ο ένας ή ο άλλος. Είναι αναφαίρετο δικαίωμά μου να παραπονεθώ.

Η δύναμη της ομάδας

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Δυστυχώς, εδώ οι άνθρωποι έπαψαν να διεκδικούν, όλα εκείνα που θα μας επιτρέψουν να προσαρμοστούμε στις νέες ανάγκες που δημιούργησε ο ερχομός μας εδώ. Να σου δώσω ένα παράδειγμα. Έχω ένα φίλο ταξιτζή. Κάποτε είχε εφαρμοστεί το μέτρο μονά-ζυγά και στα ταξί. Αλλά δεν άλλαξε η ρύθμιση στα φανάρια, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στον μικρότερο όγκο οχημάτων. Έκανε παρέμβαση στο ΥΠΕΧΩΔΕ και πράγματι μετά από τρεις εβδομάδες, ενώ κανένας δεν το περίμενε, τα φανάρια συντονίστηκαν. Εδώ στο Κρυονέρι δεν γίνεται δυστυχώς κάτι τέτοιο. Να μαζευτούν κάποιοι άνθρωποι, να κάνουν μια κοινή ομάδα για να διεκδικήσουν κάποια στοιχειώδη πράγματα, που θα βελτιώσουν τη ζωή μας. Είτε αυτό αφορά πάρκινγκ, είτε σκουπίδια, είτε υγιεινή, είτε κυκλοφοριακό. Πράγματα δηλαδή που είχαμε στην Αθήνα, αλλά εδώ τα έχουμε ξεχάσει. Μεμονωμένες προσπάθειες γίνονται, αλλά τίποτα από κοινού.

Συνείδηση & πολίτες

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Όσοι ήρθανε εδώ, είχανε τη ιδιότητα του πολίτη εκεί που μένανε. Δεν πιστεύω πως εδώ χάσαμε απότομα αυτή την ιδιότητα. Απλώς δεν υπάρχει αυτή η κοινή συνείδηση. Η συνείδηση του πολίτη. Δεν μπορώ να δεχτώ πως ο άνθρωπος που στον Κολωνό ή το Περιστέρι πέταγε τα σκουπίδια στο καλάθι, εδώ έρχεται και τα πετάει όλα, σκουπίδια ή μπάζα, όπου βρει, πολλές φορές και έξω από το σπίτι σου. Πως ο ίδιος άνθρωπος που πήγαινε τα παιδιά του με τα πόδια στο σχολείο, ή που χρησιμοποιούσε το αστικό, τώρα κινείται μονίμως με το αυτοκίνητο Ή πως ο ίδιος που φρόντιζε να παρκάρει το αυτοκίνητο σε ελεύθερο και όχι σε παράνομο χώρο, γιατί φοβόταν μην τον γράψουνε, εδώ παρκάρει οπουδήποτε. Και επιπλέον, ενώ έχει πάρκινγκ, δεν το παρκάρει μέσα αλλά έξω από το σπίτι, π.χ. απέναντί σου και σε εμποδίζει να μπεις στο δικό σου πάρκινγκ. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό αυτό που συμβαίνει εδώ! Οι ίδιοι άνθρωποι λοιπόν, με τον ερχομό τους εδώ, χάσανε ορισμένες από τις στοιχειώδεις συμπεριφορές που είχανε ως κάτοικοι των Αθηνών. Βέβαια, θα μου πεις πως αυτοί που πετούνε εδώ τα σκουπίδια ή τα βρομόνερα έξω και στην Αθήνα το ίδιο γύφτοι ήτανε. Ίσως εκεί δεν τα πετούσαν έξω γιατί υπήρχε ο υπόνομος. Εδώ που δεν υπάρχει, σου λέει «δεν με βλέπει κανένας, ας τα πετάξω έξω». Βρήκαν και τον χώρο εδώ, πετάνε και τα σκουπίδια τους. Σε κάθε περίπτωση, ορισμένα προβλήματα οικιστικά που δεν υπήρχαν στην Αθήνα εδώ εμφανίζονται. Αισθάνομαι πολλές φορές πως πρέπει να ξαναανακαλύψουμε τον τροχό.

Απουσία σχέσεων

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Η περαιτέρω αστικοποίηση έχει κατά τη γνώμη μου αρνητικά αποτελέσματα. Αυτό συνδέεται με το γεγονός πως η ανάπτυξη του αστικού περιβάλλοντος και των υποδομών, με τον τρόπο που γίνεται, σε αναγκάζει να εξαρτάσαι σχεδόν ολοκληρωτικά από το αυτοκίνητο. Για παράδειγμα, για να ψωνίσεις πρέπει να πας στα μεγάλα Super Market της περιοχής, και για αυτό χρειάζεται απαραίτητα το αυτοκίνητο. Το αποτέλεσμα είναι το κλείσιμο της τοπικής κοινωνίας αλλά και ένας κουραστικός τρόπος ζωής όσον αφορά στην καθημερινότητα. Ειδικά οι γυναίκες που δεν εργάζονται και είναι όλη τη μέρα εδώ, αναγκάζονται να είναι όλη την ώρα στο τιμόνι για να πάνε λίγο πιο πέρα, για οτιδήποτε. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως ουσιαστικά δεν λειτουργεί η γειτονιά στο Κρυονέρι. Υπάρχει μεγάλη ιδιώτευση. Ο καθένας, το βράδυ που θα γυρίσει θα μπει στο σπίτι του και θα δει τηλεόραση. Δεν υπάρχει γειτονιά, λοιπόν… Για μένα πιο πολύ λειτουργούσε η γειτονιά στον Καρέα, στον Βύρωνα ή το Παγκράτι, όπου κατέβαινα με το αστικό για να ψωνίσω μερικά πράγματα και να γυρίσω στον Καρέα, παρά εδώ. Στο Κρυονέρι πρέπει να ψάξεις πολύ και να κάνεις πολλές απόπειρες, πολλές φορές αποτυχημένες, για να βρεις τους ανθρώπους που πρέπει…

Γείτονες με διαφορετικές νοοτροπίες και ανάγκες

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Εμείς είμαστε στην περιοχή από το 1970. Εκείνη τη χρονιά αγόρασε ο πατέρας μου ένα οικόπεδο εδώ. Βέβαια, ερχόμασταν από το 1968. Είχαμε εδώ τις ξαδέλφες μας και γενικά συγγενείς, μιας και οι ρίζες μας είναι μικρασιατικές. Νοικιάζαμε ένα σπίτι και κάναμε διακοπές. Ήτανε παραδεισένια! Το 1994, αποφασίσαμε να χτίσουμε σπίτι στο Κρυονέρι. Το 1999 τελειώσαμε το σπίτι και ήρθαμε να εγκατασταθούμε μόνιμα. Έτυχε το οικόπεδό μας να βρίσκεται δίπλα σε μια παλιά ταβέρνα, που προϋπήρχε της αστικοποίησης. Αυτή λειτουργούσε όπως όλες οι παλιές ταβέρνες στην περιοχή, με παϊδάκια κλπ. Αλλά ο εξαερισμός της ταβέρνας και ο υπόλοιπος εξοπλισμός της ήταν παμπάλαιος, από αμνημονεύτων χρόνων! Οι περισσότερες κατασκευές ήταν αυθαίρετες. Ό,τι βόλευε τον ταβερνιάρη το κολλούσε δίπλα, το έβαφε και αυτό ήταν. Επίσης υπήρχαν από έξω πολλά σκουπίδια. Είχαμε γεμίσει ποντίκια! Μιλάμε για εστία μόλυνσης, κυριολεκτικά. Ψάχνω και βρίσκω τις άδειες, ήταν ληγμένες. Είχαν εκδοθεί στο όνομα του προπάππου τους! Μπαίναμε στο σπίτι, δεν ξέραμε τι να πρωτοαντιμετωπίσουμε. Επιπλέον, πολλές φορές γινόταν γάμοι Κρητικών ή άλλων γνωστών που είχαν οι ιδιοκτήτες από τις λαϊκές αγορές και έπεφταν ντουφεκιές. Στα τρία μέτρα, έτριζαν τα τζάμια! Είχαμε πάθει νευρικό κλονισμό οικογενειακώς. Εντάξει, καταλαβαίνω πως η ταβέρνα προϋπήρχε. Ήταν κάτι της εποχής που, όσο υπήρχαν τα εξοχικά, εξυπηρετούσε τους Αθηναίους. Αυτοί οι άνθρωποι έβγαζαν ένα εισόδημα και ήρθαμε εμείς και χτίσαμε. Προσπάθησα να βρω μαζί τους μια μέση λύση. Τους είπα με καλό τρόπο πως θα χτιστούν σπίτια στην περιοχή και να κοιτάξουμε να βρούμε μια λύση χωρίς να καταφύγουμε σε άλλα μέτρα, π.χ. διοικητικά. Τους είπα πως, όπως προβλέπουν και οι διατάξεις, θα πρέπει να σηκώσουν πιο ψηλά την τσιμινιέρα, να φροντίζουν την καθαριότητα και τα Σάββατα στις 12.30 ή έστω στις 1.00 το βράδυ να κλείνουν το μαγαζί. Αυτοί μου είπαν, «ναι, ναι, ναι, όλα θα γίνουν, μην ανησυχείς». Ήτανε και γνωστοί μας από καταγωγή, από τα χωριά που ήρθαν οι δικοί μας. Όμως τελικά δεν γινόταν τίποτα. Αντίθετα, η κατάσταση επιδεινωνόταν. Παρατούσαν άχρηστα αυτοκίνητα έξω από την ταβέρνα! Τελικά αναγκαστήκαμε και εμείς να είμαστε σε ένα συνεχές αλλησβερήσι με τις διοικητικές υπηρεσίες: με τη νομαρχεία, την διεύθυνση υγιεινής. Αλλά άντε να βρεις άκρη και από εκεί διοικητικά! Προσφύγαμε και στην κοινότητα, αλλά αυτήν είχε περιορισμένες αρμοδιότητες. Προσφύγαμε και στην αστυνομία, τίποτα! Το αποτέλεσμα ήταν μια συνεχής ψυχολογική φθορά. Τώρα η κατάσταση έχει ευτυχώς αλλάξει γιατί έκλεισε η ταβέρνα! Όμως πράγματι, είχαμε φτάσει στο σημείο να θέλουμε να φύγουμε από εδώ. Και επιπλέον, μας είχε δημιουργηθεί μια αρνητική εικόνα για την περιοχή, παρότι είμαστε από παλιά εδώ. Τελικά, είναι θέμα ασυνεννοησίας, ανευθυνότητας αλλά και διαφορετικής νοοτροπίας. Θα τολμούσα να πω και διαφοράς πολιτισμικού επιπέδου και τρόπου ζωής. Του πώς βλέπεις μερικά πράγματα: την καθαριότητα, το να μην ενοχλείς τον γείτονα, το να μην φωνάζεις ώρες τις κοινής ησυχίας, το να τηρείς ορισμένες βασικές αρχές. Δεν πρέπει να λες «ναι, ναι, ναι» και να κάνεις το χαζό για να ξεφύγεις από τις ευθύνες σου. Πρέπει να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου απέναντι στην γειτονιά.

Αρμονικές σχέσεις

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Όταν έχτιζα το σπίτι μου, έφερα ένα τροχόσπιτο στο κτήμα για να μένουμε. Δεν είχα προβλήματα με τους ντόπιους, απεναντίας. Όχι μόνο δεν υπήρχαν καταγγελίες στην αστυνομία, αλλά αντίθετα οι γείτονες με βοήθησαν πολύ. Για παράδειγμα ο Ξουρής, που είναι και από τις πατροπαράδοτες οικογένειες του Κρυονερίου, μου έδινε ρεύμα, ένας άλλος παππούς, που είχε δίπλα ένα εξοχικό μου έδινε το τηλέφωνό του. Δεν έχω κανένα παράπονο, λοιπόν.

Αίσθημα εισβολής και δικαίωμα στο όνειρο

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Το 1992 που χτίζαμε το σπίτι, σε κάθε εργασία που τελειώναμε ερχόταν η αστυνομία. Βάζαμε τα μπετά; Η αστυνομία! Βάζαμε τα τούβλα; Η αστυνομία! Παρότι ήμασταν καθόλα νόμιμοι. Είχαμε και τέτοια πράγματα από τους γείτονες… Όταν τελείωσα το σπίτι, μου λέει ένα κοντινός γείτονας πως κάποιος του είπε: «ξέρεις, αυτήν εκεί χτίζει. Μήπως πρέπει να κάνουμε κάτι να την σταματήσουμε;». Το αξιοσημείωτο είναι πως αυτός ο «κάποιος» δεν ήταν και τόσο γείτονας. Έμενε 200 μέτρα μακριά από εμάς και δεν είχε κάποιο λόγο να ενοχληθεί. Για παράδειγμα, να φοβάται μην του καταπατήσουμε τμήμα του οικοπέδου του. Ή να έβαζε το αμάξι του ή τα σκουπίδια του πριν εκεί και το χτίσιμο ενός νέου σπιτιού να τον δέσμευε σε κάτι. Καταλάβατε; Είναι να τρελαίνεσαι!

Νέο ξεκίνημα, πρώτες δυσκολίες

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Όταν αγόρασα το κτήμα στο Κρυονέρι, το 1981, πήγα στην κοινότητα και ζήτησα να μου βάλουν νερό, για να έχω λίγο νερό στο κτήμα. Στην κοινότητα εργάζονταν δύο πολύ καλές κυρίες. Τις ρώτησα λοιπόν, ποιες είναι οι απαραίτητες διαδικασίες για να πάρω νερό. Πετάγεται τότε ο πρόεδρος της κοινότητας και με ρωτάει: Ποιος είμαι. Του λέω τ'όνομά μου και ότι έχω αγοράσει εδώ ένα κτήμα. «Ποιο κτήμα;» μου απαντάει. Του λέω πού. «Δεν έχω νερό» -«Μα πώς, θέλω να βάλω κανένα δεντράκι…»- «Δεν υπάρχει νερό εδώ παιδάκι μου», μου λέει και, μάλιστα, λίγο αγριεμένα.
Βγαίνοντας έξω από το γραφείο του προέδρου, με πιάνει μια από τις δύο κυρίες και μου λέει: «Κύριε, έχει νερό, έτσι λέει αυτός». Γυρίζει τότε στον υδρονομέα και του λέει: «Βοήθησε τον κύριο με το θέμα του νερού». Είχε πολύ καλή καρδιά. «Ευχαριστώ πολύ», λέω. «Μια βρυσούλα νομίζω αρκεί». «Μην ανησυχείς», μου λέει, «θα το φτιάξουμε». Βγαίνουμε έξω με τον άνθρωπο και μου λέει: «Ξέρεις ποιο είναι το ζήτημα; Για να σου βάλουμε το νερό χρειάζεται υδροσωλήνας 15 μέτρων για να γίνει η σύνδεση με το δίχτυο. Αλλά μην ανησυχείς. Κάπου θα βρω εγώ κάποια». Μου έδωσε λοιπόν, το τηλέφωνο του σπιτιού του, μιλήσαμε με τον άνθρωπο, έναν καταπληκτικό άνθρωπο, καλοσυνάτο, και κανονίσαμε το ζήτημα. Το μόνο που μου ζήτησε ήταν να φέρω και υδραυλικό, γιατί αυτός δεν τα κατάφερνε και πολύ καλά σε αυτόν τον τομέα. Και όντως έφερα έναν υδραυλικό, σκάψαμε, φτιάξαμε το αυλάκι, περάσαμε τη σωλήνα.


Ήρθα εδώ για να φτιάξω το όνειρό μου και θα μείνω...

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Όταν ο γιος μου πήγαινε στο γυμνάσιο, είχε τρέλα με το ποδόσφαιρο. Πήγε λοιπόν και γράφτηκε στην τοπική ομάδα. Ξαφνικά κάποια στιγμή, ξέκοψε από μόνος του. Μας ζήταγε να τον γράψουμε στις ακαδημίες του Δομάζου. Εμένα μου έκανε εντύπωση αυτό και τον ρώτησα: «Καλά, εσύ τρελαινόσουνα με την ομάδα, γιατί τώρα δεν θες να πας;». Μιλώντας με κάποιους φίλους του, έμαθα πως την τοπική ομάδα προηγούνταν να παίξουν όσοι ήταν από το χωριό, δηλαδή τα παιδιά των «ντόπιων». Ο «ξένος», ακόμα και αν ήταν καλύτερος, δεν θα έμπαινε να παίξει. Και αυτό γιατί κάποιοι από τους ντόπιους γονείς πιέζανε να μπουν να παίξουν τα παιδιά τους οπωσδήποτε. Έτσι, οι υπεύθυνοι αφήναν τα άλλα παιδιά έξω, με την πρόφαση πως «δεν ήρθες στην τάδε προπόνηση». Αυτό ήταν που έκανε τον γιο μου να φύγει. Εγώ δεν μπορώ να την δικαιολογήσω αυτήν την νοοτροπία. Εμείς το Κρυονέρι το επιλέξαμε, δεν μας έδωσε κανένας ένα κομμάτι γης εδώ. Το επιλέξαμε γιατί είδαμε τις καλύτερες συνθήκες ζωής σε σχέση με την Αθήνα και είπαμε να πάμε λίγο παραπέρα. Δεν ξέραμε, όμως τα προβλήματα τότε…Εδώ φτιάξαμε το σπίτι μας που το πονάμε. Εγώ παρότι είχα την ατυχία όταν ήρθα να περάσουν οι κολώνες της ΔΕΗ και να με θίξουνε άμεσα, λέω πως ακόμα και να μου πούνε σου δίνουμε 200 εκατομμύρια να πάρεις ένα άλλο σπίτι, εμένα εδώ είναι το όνειρό μου, ήρθα να φτιάξω το όνειρό μου, είναι ο κόπος μιας ζωής και εδώ θα μείνω. Έτσι νοιώθω αυτή τη στιγμή και μακάρι να είναι έτσι. Τον πονάμε τον τόπο, τον αγαπάμε, μου αρέσει που μένω εδώ. Έχω κάνει τις επιλογές μου και σε ό,τι αφορά στον τόπο και σε ό,τι αφορά στα πρόσωπα.

Τα πράγματα αλλάζουν σιγά-σιγά

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Εγώ ήρθα στο Κρυονέρι το 1981. Μεγάλωσα σε ένα χωριό της Πάτρας. Όταν ήμουν 5 χρονών, ο πατέρας μου αποφάσισε να φτιάξει ένα δωμάτιο σπίτι. Γιατί το σπίτι που μέναμε ήταν από καλάμια. Αποφάσισε, λοιπόν, να φτιάξει αυτό το δωμάτιο. Τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Μας έφερναν το αμμοχάλικο με κάρα. Η εικόνα που μου έχει μείνει βαθιά χαραγμένη στο μυαλό είναι οι ρόδες του κάρου να βούλιαζαν στη λάσπη και το άλογο να γονατίζει. Σήμερα βλέπω, όταν πάω στο χωριό, να μου έχουν αφήσει ένα δρομάκι για το σπίτι μου και να μην μπορώ να βγάλω το αυτοκίνητο παρά μόνο με την όπισθεν. Εγώ, που ήμουν ο πρώτος κάτοικος! Με πειράζουν λοιπόν, και εμένα πολλά πράγματα όταν πάω στο χωριό μου. Για αυτό και δεν κακίζω τους ντόπιους στο Κρυονέρι που βλέπουν έτσι εμάς τους νεότερους κατοίκους. Όταν ήρθαν εδώ αυτοί οι άνθρωποι ο τόπος ήταν πράγματι σε άγρια κατάσταση. Ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους, ήρθαν εδώ εξαθλιωμένοι και βρήκαν μια νέα πατρίδα. Οι περισσότεροι ζούσαν από τα χωράφια. Και τον τόπο αυτόν σήμερα τον θεωρούν ενδόμυχα δικό τους. Και αυτήν την νοοτροπία την έχουν περάσει και στη νέα γενιά. Ακόμα και εμένα που είμαι τόσα χρόνια εδώ, τα μικρά παιδιά στην ποδοσφαιρική ομάδα με βλέπουν ως «ξένο». Αυτό θα αλλάξει σιγά-σιγά.

Σε μία κλειστή κοινωνία

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Εγώ είμαι εδώ από το 1990, βέβαια μόνιμα εγκαταστάθηκα το 1994. Θα σας αναφέρω ένα παράδειγμα για το τι σημαίνει κλειστή κοινωνία. Πριν κάποια χρόνια υλοποιήθηκε από το δημοτικό σχολείο με μεγάλη επιτυχία ένα Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών. Η διευθύντρια και οι εκπαιδευτικοί επέλεξαν 9 μαθητές για το Πρόγραμμα. Με μεγάλη έκπληξη άκουσα από παλιότερους κατοίκους του Κρυονερίου να ρωτούν: «ποιοι μαθητές θα πάνε στο εξωτερικό;». Όταν άκουσαν τα ονόματα αυτών που επιλέχτηκαν, λέει μια μητέρα: «μα αυτοί είναι ξένοι, δεν είναι ντόπιοι!». Τότε η γυναίκα μου τη ρωτάει: «τι εννοείς ξένοι; Δεν είναι κάτοικοι του Κρυονερίου;». Η απάντηση ήταν πως, «όχι, δεν είναι κάτοικοι, είναι νέοι κάτοικοι. Από τους παλιούς δεν θα πάει κανένας;». Της εξηγήσαμε ότι κανένα από τα παιδιά των «παλιών» κατοίκων δεν είχε τέτοια βαθμολογία που να δικαιολογεί την επιλογή του για το Πρόγραμμα. Παρόλα αυτά, άρχισε η κριτική προς το πρόσωπο των εκπαιδευτικών για την επιλογή που έγινε. Το ίδιο πρόβλημα εκφράζεται και στο ποδόσφαιρο. Για παράδειγμα έχω ακούσει πολλούς κατοίκους να λένε «στην ομάδα μας δεν παίζουν πολλοί ντόπιοι, παίζουνε ξένοι».

Τα θετικά και τα αρνητικά του απόκεντρου

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Παρόλα τα θετικά της ζωής στο Κρυονέρι, υπάρχει κάτι ιδιαίτερα αρνητικό. Παρότι είμαστε τόσο κοντά στην Αθήνα, υπάρχει ελλιπής πνευματική ζωή. Δεν μπορείς να έχεις αυτά που έχεις το Κέντρο, αλλά και σε κάθε πόλη. Το καλό σινεμά, το πανεπιστήμιο, όλα αυτά είναι μακριά σου. Γενικά, λείπουν οι πνευματικές ευκαιρίες. Είναι αλήθεια λοιπόν, πως όταν ήρθα εδώ, ένοιωσα μια πνευματική καθίζηση. Ίσως έπαιξε ρόλο και το γεγονός πως μετά από τρία χρόνια βγήκα σε σύνταξη. Γιατί πάντα ήμουνα δραστηριοποιημένη στα κοινά. Και στα συνδικαλιστικά και σαν φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο. Γενικά ήμουν άτομο που είχε μια δραστηριότητα, μια κινητικότητα. Μου λείπει λοιπόν, η Αθήνα. Έτσι ακόμα και τώρα, παρότι με κουράζει και λέω δεν θα ξαναμείνω ποτέ εκεί, θα κατέβω δύο φορές την εβδομάδα οπωσδήποτε. Μια για να δω την μητέρα μου και την γειτονιά μου και μια στο κέντρο, κοντά στο χώρο της δουλειάς μου. Εκεί ψωνίζω, αφού εκεί γνωρίζω την αγορά. Μπορώ να βρω όλα τα προϊόντα και όλες τις ποιότητες, από το πιο φθηνό έως το πιο ακριβό. Επίσης, εκεί θα βρω τους φίλους μου, τους ανθρώπους που έχω κοινές ανησυχίες και μιλάω την ίδια γλώσσα. Εδώ, έπρεπε να ψάξω να βρω ανθρώπους. Αφενός γιατί δεν ήξερα τον κόσμο. Ήμουνα άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Αντίθετα στην παλιά μου γειτονιά, στου Γκύζη, όπου μεγάλωσα από παιδάκι, ακόμα και τώρα που λείπω τόσα χρόνια με ξέρουν όλοι, ακόμα και οι πέτρες. Μπαίνω σε οποιοδήποτε σπίτι και αισθάνομαι σαν να μπαίνω στο σπίτι της μητέρας μου. Αφετέρου, γιατί εδώ οι άνθρωποι είχαν διαφορετικές ασχολίες, διαφορετικά προβλήματα, διαφορετικές ανησυχίες. Δεν μιλάς με όλους την ίδια γλώσσα…

Ποιότητα ζωής

Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Εμείς εγκατασταθήκαμε στο Κρυονέρι πριν 14 χρόνια περίπου. Τότε το παιδί μου ήταν 5 ετών. Θυμάμαι βιαζόμασταν να τελειώσουμε το χτίσιμο του σπιτιού για να έρθουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, έτσι ώστε το παιδί να πάει εδώ σχολείο, να κάνει φιλίες, να γνωρίσει τον τόπο του, να γνωρίσει τη γειτονιά του. Στην Αθήνα πλέον δεν μπορούσαμε να ζήσουμε τη γειτονιά, όπως την είχα ζήσει εγώ στα παιδικά μου χρόνια. Γιατί, παρότι ερχόμουνα από το κέντρο της Αθήνας - έμενα δύο στάσεις μετά τα δικαστήρια, στου Γκύζι - όταν ήμουνα στο δημοτικό και το γυμνάσιο παίζαμε μέσα στους δρόμους: κρυφτό, κυνηγητό, ομαδικά παιχνίδια. Παίζαμε μαζί, αγόρια και κορίτσια. Εγώ έπαιζα μπάλα καλύτερα από τα αγόρια. Και πραγματικά, πιστεύω πως το παιδί μου αυτό, τη γειτονιά δηλαδή, το βίωσε εδώ και ήταν πολύ ευχαριστημένο. Όταν όμως, έφτασε στην εφηβική ηλικία, εκεί γύρω στην 3η γυμνασίου που τα παιδιά αρχίζουν να θέλουν να κυκλοφορούν μόνα τους, άρχισε να υπάρχει πρόβλημα, αρχικά με το λεωφορείο. Καταρχήν το πρόβλημα το είχαμε εμείς. Το σκεφτόμασταν, πώς να τα αφήσουμε μόνα τους να μπουν στο λεωφορείο; Έπειτα είχαν και τα ίδια πρόβλημα: πώς να γυρίσουν από την Κηφισιά με το λεωφορείο αφού το τελευταίο ήταν στις 11.15; Τα άλλα παιδιά της παρέας τους, που έμεναν στο Μαρούσι και τις άλλες περιοχές προς τα κάτω, εξυπηρετούνταν από το τραίνο και μπορούσαν μα μείνουν μέχρι τις 12.00-12.30. Ο δικός μου, αλλά και τα άλλα παιδιά εδώ, δεν μπορούσαν να το κάνουν.Όταν μεγάλωσε λίγο περισσότερο, άρχισε να μην τους φτάνει η Κηφισιά και θέλανε πλέον να πηγαίνουν στο Ψυχικό, του Ψειρή, την παραλιακή. Και τότε θυμάμαι μου λέει μια μέρα ο γιος μου: «που το έφτιαξες εδώ το κωλόσπιτο». Τότε του απαντάω: «εντάξει, εμένα ήταν επιλογή μου, μας άρεσε..». Γιατί είχαμε πήξει από τα προβλήματα στην Αθήνα, το καυσαέριο, τη ζέστη της ασφάλτου, την έλλειψη πρασίνου. Το γεγονός πως ήμουνα στον 3ο όροφο στο σπίτι και στον 6ο στη δουλειά με έκανε να αισθάνομαι περισσότερο πουλί και λιγότερο άνθρωπος, Η σκέψη πως και το παιδί μου θα μεγάλωνε σε ένα μπαλκόνι με τρέλαινε! Ακόμα και σήμερα σκέφτομαι πως αν είχα μείνει στην Αθήνα με όλη αυτή την πίεση θα είχα τρελαθεί. Του λέω λοιπόν, «εντάξει παιδί μου, εγώ το διάλεξα, μου άρεσε, το έζησα, τώρα μεγαλώνω και βλέπω πως και το σπίτι δεν θα μπορώ να το φροντίζω όπως πρέπει, αν θέλεις το πουλάμε και φεύγουμε. Πάμε στο Ψυχικό, όπου θέλεις». Την άλλη μέρα, έρχεται και μου λέει: «Μαμά, δεν πιστεύω να πουλήσεις το σπίτι». Τελικά και αυτός είχε αποδιώξει από μέσα του την ιδέα της Αθήνας, παρότι δεν την γνώρισε, μιας και ήταν μικρός όταν φύγαμε. Όμως, το είχε αγαπήσει πολύ το Κρυονέρι και ούτε αυτός ήθελε να φύγουμε. Γιατί μπορεί να συγκρίνει τη διαφορά της ζωής στην Αθήνα από τη ζωή στην εξοχή.

Μετακομίζοντας στα βόρεια

Αφήγηση από τον κύκλο "Συμπληρώνοντας το τοπίο"
Εγώ έμενα στην Πεύκη. Σε ένα ωραίο διαμέρισμα, σε μια πολυκατοικία με πυλωτή και όλες τις ανέσεις. Έμενα εκεί με τη γυναίκα μου και τα τρία μου παιδιά. Μια μέρα με παίρνουν τηλέφωνο στη δουλειά και μου λένε πως ο μεσαίος γιος μου είχε χτυπήσει. Γυρίζω σπίτι και τον βρίσκω με σκισμένο κεφάλι και σπασμένο χέρι. Πώς είχε συμβεί αυτό; Ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου στο οποίο βρισκόταν η πολυκατοικία είχε σκαρφιστεί ένα σχέδιο για να μην παίζουν τα παιδιά: είχε βάλει ζαρντινιέρες κάτω από την πυλωτή, για να κλείσει το χώρο. Το αποτέλεσμα ήταν τα παιδιά να παίζουν δίπλα από τις ζαρντινιέρες. Ο γιος μου έπεσε κάποια στιγμή και χτύπησε σε αυτές. Αφού του βάλανε ράμματα στο κρανίο, γυρίσαμε στο σπίτι. Είχε πάει η ώρα 11:00 το βράδυ, όταν ξαφνικά χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο αξιωματικός υπηρεσίας της ασφάλειας, ο οποίος είχε έρθει για να με συλλάβει. Τον ρωτάω «τι έγινε;». μου απάντησε πως ήμουν κατηγορούμενος από τον ιδιοκτήτη του οικοπέδου για απόπειρα φόνου. Ρωτάω εγώ τους δικούς μου, «τι έγινε ρε παιδιά;». Τότε ο μπατζανάκης μου μού απάντησε πως αν δεν ήταν αυτός εκεί θα τον είχα πνίξει. Όπως μου είπε, τον έσφιγγα τόσο δυνατά που για να τον πάρει από τα χέρια μου μελάνιασαν τα δικά του. Εγώ δεν θυμόμουν τίποτα! Ωστόσο, ο αστυνόμος με βουτάει και μου λέει «πας μέσα για απόπειρα φόνου». Κατά τις 3:00 τα ξημερώματα έρχεται πάλι ο αξιωματικός και μου λέει: - «Ρε συ, καλός άνθρωπος φαίνεσαι. Γιατί δεν κάνεις κάτι και εσύ;»- «Τι να κάνω;»- «Κάνε του και εσύ καταγγελία πως πήγε να σε χτυπήσει».
Πράγματι, πάω και του κάνω και εγώ καταγγελία, παρότι από όσο τουλάχιστον θυμόμουν αυτός δεν είχε επιχειρήσει κάτι τέτοιο. Τον φέρνουνε και αυτόν στον τμήμα και μετά από 10 λεπτά συναίνεσε και υπογράψαμε δήλωση συγχώρεσης. Και έτσι φύγαμε. Την άλλη μέρα το πρωί λέω στη γυναίκα μου «πρέπει να τα μαζέψουμε και να φύγουμε από εδώ». Ήρθα λοιπόν στην Άνοιξη, που ούτε που την ήξερα σαν περιοχή, βρήκα ένα οικόπεδο και έχτισα ένα σπίτι. Έτσι ήρθα στην Άνοιξη, στο απόκεντρο υποτίθεται. Τώρα βέβαια, δεν ξέρω αν είναι κέντρο ή απόκεντρο η Άνοιξη. Για μένα πάντως το κέντρο μου είναι πάντα το χωριό μου. Αλλά εδώ, είναι ένα από τα απόκεντρά μου.

Πόλη διαμονής - χώρα καταγωγής

Αφήγηση από τον κύκλο "Συμπληρώνοντας το τοπίο"
Αυτό που μου κάνει εντύπωση σήμερα είναι που πολλοί αναφέρονται σε διάφορους τόπους, σε καταγωγές και αναζητούν την αυθεντικότητα. Π.χ. μια ερώτηση που ακούω συχνά είναι «ποιος είναι βέρος Αθηναίος». Δεν ξέρω τι νόημα έχει σήμερα μια τέτοια ερώτηση. Εγώ είμαι εκπαιδευτικός. Σε ένα από τα τμήματα που διδάσκω, οι 17 από τους 24 μαθητές είναι αλλοδαποί. «Εισαγόμενοι», όπως χαρακτηριστικά αυτοαποκαλούνται και οι ίδιοι. Και δεν είναι μόνο από την Αλβανία, όπως πολλοί θα σκεφτείτε, αλλά από διάφορες χώρες: Ουκρανία, Ρωσία, Βουλγαρία, Δανία, Ολλανδία, Αφρική, Μεξικό. Και βλέπω τον Μεξικανό να κάνει παρέα με τον Ουκρανό, τον Αλβανό με το Βούλγαρο, τις Δανέζες με τη Βελγίδα. Στο πλαίσιο αυτό, για ποιο κέντρο και απόκεντρο μιλάμε; Πού είναι το κέντρο και πού το απόκεντρο; Ποιο είναι το κέντρο του κάθε παιδιού; Η πόλη όπου μένει, ή η χώρα από όπου κατάγεται;

Αμπελόκηποι - Αγ.Στέφανος - Θήβα

Αφήγηση από τον κύκλο "Συμπληρώνοντας το τοπίο"
Θυμάμαι παλιά τους Αμπελόκηπους. Όπως φαίνεται και από την ονομασία της, η περιοχή ήταν κάποτε γεμάτη αμπέλια. Κάποτε το να πάμε εκεί από το κέντρο της Αθήνας, την Πλάκα, το Μεταξουργείο, ήτανε ολόκληρο ταξίδι. Έπρεπε να περάσεις μέσα από τα χωράφια. Σήμερα, δεν το σκέφτεσαι. Η περιοχή έχει ενωθεί με το κέντρο, καθώς αυτό έχει διευρυνθεί. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σταδιακά και με το Μπογιάτι. Κάποτε ήταν γεμάτο πάπιες, μποστάνια, τέτοια πράγματα. Ήταν κάτι διαφορετικό και ξεχωριστό από την Αθήνα. Όμως όσο πάει το κέντρο αυξάνεται, επεκτείνεται. Και η αύξηση αυτή είναι ραγδαία και κάποια στιγμή αρχίζει να μας κατακλύζει και το κέντρο να μας πλησιάζει και να μας πλησιάζει και να μας πλησιάζει…Έτσι, αυτή τη στιγμή ο Άγιος Στέφανος, που κάποτε ήταν απόκεντρο, έχει γίνει κέντρο. Και αναρωτιέμαι, που θα φτάσουμε; Από τη στιγμή που θα ενωθούν όλες οι περιοχές, από την Αθήνα μέχρι τη Θήβα ή και τη Λιβαδειά, θα πάψει να υπάρχει κέντρο και απόκεντρο; Θα είναι όλα ένα κέντρο;

Τα αντίθετα συνυπάρχουν μέσα μας

Αφήγηση από τον κύκλο "Συμπληρώνοντας το τοπίο"
Είχα μια εποχή ένα συνεργάτη, εξαιρετικό στην πληροφορική. Κάποια στιγμή, ήρθα στην Άνοιξη να μείνω και τον έχασα. Μια μέρα, τον βλέπω ξαφνικά στο δρόμο. Έμενε και αυτός στην Άνοιξη. Τον ρωτάω, «τι γίνεται, τι κάνεις;». Μου είπε πως είχε εγκαταλείψει την πληροφορική. Είχε τελειώσει την Σχολή Καλών Τεχνών και είχε γίνει καλλιτέχνης. Εγώ τρελάθηκα! Γιατί θέλει μεγάλα κουράγια να φύγεις από ένα αντικείμενο και να πας σε ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό. Μετά όμως, που το σκέφτηκα καλύτερα, είδα πως είναι το ίδιο πράγμα. Πως αυτός ήταν πάντα ο δρων, το κέντρο. Μπορούμε να πούμε λοιπόν, πως κέντρο και απόκεντρο ταυτίζονται. Μέσα στο χωρο-χρονικό γίγνεσθαι αποτελούν ένα ενιαίο πράγμα. Στην πραγματικότητα ο διαχωρισμός τους αποτελεί ένα ψευδοδίλλημα. Απλά μας συνθλίβει το γεγονός πως έχουμε μέσα μας τόσο το κέντρο όσο και το απόκεντρο. Τα ξεχωρίζουμε λοιπόν, για να το αντέξουμε.

Μισή - μισή στη πόλη και το χωριό

Αφήγηση από τον κύκλο "Συμπληρώνοντας το τοπίο"
Έχω γεννηθεί και μεγαλώσει σε ένα χωριό της Κρήτης. Εκεί έμεινα μέχρι τα 11 μου χρόνια. Τώρα είμαι ακριβώς 22. Άρα, έχω ζήσει άλλα 11 χρόνια στην Αθήνα. Είμαι μισή-μισή. Όταν μετακομίσαμε από το χωριό στην Αθήνα, θυμάμαι έκλαιγα. Δεν ήθελα να χάσω συγγενείς, σχολείο, τους φίλους μου. Ήτανε η ζωή μου, το κέντρο μου. Τώρα όμως, που είμαι εδώ και έχω τη ζωή μου και όλα όσα έχω κατακτήσει εδώ πέρα, στο μυαλό μου το απόκεντρο είναι το χωριό. Συνεπώς, κέντρο και απόκεντρο εναλλάσσονται, δεν είναι κάτι στατικό.

Η οικογένεια το κέντρο της ζωής μου

Αφήγηση από τον κύκλο "Συμπληρώνοντας το τοπίο"
Η ιστορία που θα σας πω είναι μια καθημερινή ιστορία. Δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από την χθεσινή, την προχθεσινή, την περσινή ή την προπέρσινη μέρα. Σηκώθηκα λοιπόν, ένα πρωινό και πήγα στον χώρο της εργασίας μου. Πρόκειται για ένα σχολείο στην Καλλιθέα, μια πολυπληθή και αρκετά πυκνοκατοικημένη περιοχή. Σε μια πολυκατοικία ζούνε 60, 80, ή και 100 άτομα. Υπάρχει σταθμός του μετρό και συγκοινωνία, καροτσάκια, τυροπιτάδικα, μαγαζιά, λιανοπωλητές. Γενικά πρόκειται για μια αρκετά πολυπληθή περιοχή. Αφού τελείωσα με την εργασία μου, γύρισα μετά στο σπίτι μου. Με τα γνωστά πρόσωπα που αγαπάω, που συμπαθώ, που ζω καθημερινά. Στο απόκεντρό μου. Μπορεί συνεπώς κάποιος να θεωρήσει πως έφυγα από το κέντρο της μεγαλούπολης, που ονομάζεται Αθήνα, και γύρισα στο απόκεντρο, στον Άγιο Στέφανο όπου κατοικώ, το οποίο είναι διαφορετικό. Εγώ το εισέπραξα εντελώς διαφορετικά: από το απόκεντρο, που είναι μια απασχόληση, ήρθα στο κέντρο της ζωής μου που είναι το σπίτι μου, η οικογένειά μου.

Αδιαφορία στο κέντρο της πόλης

Αφήγηση από τον κύκλο "Συμπληρώνοντας το τοπίο"
Πριν από κάποια χρόνια πήγα να δουλέψω στο κέντρο. Μέχρι τότε, επειδή μου άρεσε η φύση, πάντα εργαζόμουν σε απόκεντρο. Δούλεψα λοιπόν για ένα διάστημα, περίπου ένα χρόνο, στο κέντρο. Ακριβώς στο κέντρο, στην Ομόνοια. Η εμπειρία μου αυτή στην αρχή με σοκάρισε. Γιατί ήμουν μακριά από όλα αυτά που είδα. Είδα τα ναρκωτικά σε όλη τους την έκταση. Είδα να κάνουν χρήση. Είδα άτομα να έχουν στερητικό σύνδρομο. Είδα πεθαμένο! Με λίγα λόγια είδα όλη τη διεργασία, του πως το κάνουνε. Και αυτό γιατί εργαζόμουν σε ένα χώρο, στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας, που από το παράθυρο μπορούσα να δω στην είσοδο, όπου συγκεντρώνονταν πολλοί χρήστες. Συγκεκριμένα, εργαζόμουν σε ένα χημείο, ως τεχνολόγος. Αλλά δεν έχει σημασία η εργασία, αλλά ο τόπος. Γιατί εκεί γίνεται ένας χαμός και στην αρχή είχα σοκαριστεί. Θυμάμαι κάποιες φορές που έβλεπα κάποιο πεσμένο, φώναζα: «άνθρωπος πεθαμένος, να φωνάξουμε το ασθενοφόρο». Αλλά στο κέντρο οι άνθρωποι έχουν παγώσει τόσο πολύ! Έχουν γίνει άπονοι. Όλοι μου λέγανε «και να τους φωνάξουμε δεν θα έρθουν, δεν πρόκειται να γίνει τίποτα». Κάποιοι άλλοι τους κλωτσάγανε, ένα τέτοιο πράγμα. Και αυτή η κατάσταση συνεχιζόταν και στον σταθμό, όπου πήγαινα να πάρω το τρένο να γυρίσω στον Άγιο Στέφανο. Έβλεπες και εκεί πάλι την ζητιανιά, σου έλεγαν τάχα ότι ήθελαν χρήματα για να συμπληρώσουν το αντίτιμο του εισιτηρίου, ενώ στην πραγματικότητα τα ήθελαν για να συμπληρώσουν τη δόση τους. Έβλεπες παιδάκια, γνώριμες φάτσες, αφού τους έβλεπες σε καθημερινή βάση. Και είχα αρρωστήσει, γιατί και εγώ είμαι μητέρα. Και λέω καλύτερα το κέντρο του απόκεντρού μου, παρά αυτό εδώ το κέντρο. Και έτσι, έφυγα από εκεί.

Εκεί που ήσουν ήμουνα και εδώ που είμαι θα ‘ρθεις

Αφήγηση από τον κύκλο "Συμπληρώνοντας το τοπίο"
Όταν ήμουν φοιτητής δεν ήμουν και πάρα πολύ καλό παιδί. Είχα βγάλει προσωνύμια σε όλους τους καθηγητές. Υπήρχε λοιπόν, ένας εξαιρετικός κύριος που μας δίδασκε στατιστική. Επειδή όποτε μας έκανε μάθημα έμοιαζε σαν να χωνεύει, τον έλεγα «βόα», προσωνύμιο που είχαν υιοθετήσει και οι συμφοιτητές μου. Τέλος πάντων, περνάνε τα χρόνια και έρχεται η ώρα να διδάξω εγώ σε φοιτητές. Ένα απόγευμα, είχα τελειώσει πιο νωρίς από το πανεπιστήμιο και αποφάσισα να πάω στο γυμναστήριο. Φεύγοντας, συνάντησα κάποιους φοιτητές και τους χαιρέτησα. - «Παιδιά σας χαιρετώ, φεύγω, γεια χαρά»- «Φεύγετε; Από τώρα;»- «Ναι, τελείωσα νωρίτερα σήμερα, προλαβαίνω να πάω και γυμναστήριο. Καλό βράδυ. Τα λέμε».
Μόλις γύρισα την πλάτη μου ακούω έναν φοιτητή να λέει: «Δεν κοιτάει την μπάκα που έχει, θέλει και γυμναστήριο!». Και ενώ είχα ξεχάσει τελείως το περιστατικό με τον καθηγητή που κορόιδευα, ξαφνικά ένοιωσα να ανάβει μια φωτοβολίδα από πάνω μου και να μου λέει: «Εκεί που ήσουν ήμουνα και εδώ που είμαι θα ‘ρθεις». Εκείνη τη στιγμή λέω από μέσα μου, «προχώρα Γιαννάκο, κούνα και το άλλο πόδι, δίκιο έχουν». Έτσι λοιπόν, από εκεί που εγώ έβλεπα κάποιο από το απόκεντρο, ξαφνικά βρέθηκα στο κέντρο και πάλι το αντίστροφο. Και είδα τον εαυτό μου στη θέση του παιδιού που με σχολίαζε. Και σκέφτηκα πως το κέντρο και το απόκεντρο τελικά πάντα επιστρέφουν σε εμάς, με πολύ περίεργους και ωραίους τρόπους. Βρίσκονται το ένα πολύ κοντά στο άλλο, σαν ένα αέναο σπιράλ.

Κάθε τι μη γνώριμο μας φοβίζει

Αφήγηση από τον κύκλο "Συμπληρώνοντας το τοπίο"
Θυμάμαι μια μέρα έφυγα από την Άνοιξη και πήγα στο κέντρο, στην Αθήνα. Αρχικά πήγα στο Σύνταγμα, που είναι το κέντρο όχι μόνο της Αθήνας, αλλά και της Ελλάδας ολόκληρης. Σταδιακά, άρχισα να κατηφορίζω προς την Ομόνοια και το Μοναστηράκι. Λίγα μέτρα πιο κάτω βρέθηκα σε μια περιοχή, κοντά στην Αθηνάς, όπου είχα να πάω πολύ καιρό. Διαπίστωσα πως εκεί έχει μαζευτεί κόσμος από διαφορετικές χώρες, με συνήθεις περίεργες, ναρκωτικά, γυναίκες, άνδρες, όλα ανάμεικτα. Βρέθηκα λοιπόν, ξαφνικά από ένα κέντρο σε ένα άλλο σημείο, το οποίο είναι απόκεντρο. Από πλευράς τοποθεσίας, ήτανε η ίδια περιοχή που ήξερα από το παρελθόν. Ωστόσο, εμένα μου φάνηκε πως είχε αλλάξει εντελώς, μέσα από τις νέες κοινωνικές ομάδες που βρέθηκαν σε αυτόν τον χώρο, που για μένα ήταν κάποτε ένα κέντρο ενιαίο. Μια περιοχή όπου πήγαινα, την περπάταγα πάνω κάτω και δεν έβρισκα μεγάλες διαφορές από το ένα σημείο στο άλλο. Διαπιστώνοντας τις αλλαγές που έχει υποστεί, ένοιωσα πραγματικά την ανάγκη να φύγω και από το κέντρο και από το απόκεντρο, όπως θεώρησα αυτά τα δύο σημεία. Η αντίδραση μου συνδέεται προφανώς, με τις προσωπικές μου φοβίες, στάσεις, αρνήσεις. Από την διαπίστωση πως ο κόσμος αυτός δεν είναι ο κόσμος μου. Δεν είναι οι συνήθειές μου. Δεν είναι η ζωή μου, δεν είναι αυτό που θέλω. Μου γεννήθηκαν λοιπόν ερωτήματα του τύπου «πού ήρθα» ή «που βρέθηκα;». Αυτά μου δημιουργήθηκε μια τάση φυγής, την επιθυμία να βρεθώ σε ένα άλλο σημείο, που θα το βαφτίσω «κέντρο-απόκεντρο».

Παλεύοντας το καλό με το κακό

Αφήγηση από τον κύκλο "Συμπληρώνοντας το τοπίο"
Μια μέρα, τότε που εργαζόμουν στο πανεπιστήμιο, είχα πάει στην τράπεζα να πληρωθώ. Ο ταμίας έκανε λάθος και μου έδωσε περισσότερα χρήματα από όσα έπρεπε. Εγώ το κατάλαβα αυτό όταν έφτασα σπίτι μου. Πέρασα όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα με φοβερή εναλλαγή συναισθημάτων. Σκεφτόμουν, «θα τα κρατήσω, θα πάρω εκείνο, θα κάνω εκείνο, θα κάνω ετούτο…». Περιττό να σας πω πως δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα. Μια έβγαινε ο καλός μου εαυτός, μια ο κακός. Το πρωί σηκώθηκα πάρα πολύ πρωί. Η τράπεζα βρισκόταν στην Πανεπιστημιούπολη και εγώ έμενα πολύ μακριά. Πήγα από τα μαύρα χαράματα λοιπόν, στήθηκα έξω από την τράπεζα και περίμενα. Το παραπάνω ποσό ήταν 60.000 δρχ, δεν ήταν τόσο σπουδαίο, αλλά για μένα πριν από τόσα χρόνια ήτανε σημαντικό. Με το που άνοιξε η τράπεζα, πήγα στον ταμία και τα έδωσα. Ένοιωσα τέτοια ανακούφιση! Αυτός με φίλαγε, «φέρτε», έλεγε, «να κεράσω την κυρία». Ο καημένος θα τα έβαζε από την τσέπη του, δεν μπορούσε να κλείσει ταμείο. Ένοιωσα λοιπόν, τέτοια ικανοποίηση που έκανα αυτό που έπρεπε και που υπερίσχυσε το Καλό έναντι του Κακού μέσα μου. Μπορώ να πω συνεπώς, πως το κέντρο μου είναι το Καλό και το Κακό είναι το απόκεντρό μου.

Βρίσκοντας, χάνοντας και βρίσκοντας ξανά

Αφήγηση από τον κύκλο "Συμπληρώνοντας το τοπίο"
Θα σας διηγηθώ μια ιστορία απογοήτευσης και χαράς μαζί, που την περίοδο που συνέβη με είχε επηρεάσει πάρα πολύ. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι κατά την διάρκεια των σπουδών μου είχα βρει αρκετές φορές πορτοφόλι, γεμάτο χρήματα. Τύχαινε, δεν ξέρω… Είχα βρει 4 φορές πορτοφόλι με αρκετά χρήματα μέσα. Και όλες τις φορές το πήγαινα στην αστυνομία, στο αστυνομικό τμήμα της Κυψέλης. Φανταστείτε πως την 3η φορά οι αστυνομικοί γελάγανε, αφού με θυμόντουσαν. Πάντα άφηνα το πορτοφόλι εκεί, ποτέ δεν είχα σκεφτεί να πω «βρήκα ένα πορτοφόλι, αν το ζητήσει κάποιος τηλεφωνήστε μου». Το άφηνα λοιπόν, εκεί με τα χρήματα μέσα. Και ως δια μαγείας, πάντα βρισκόταν ο ιδιοκτήτης του. Δεν ξέρω βέβαια αν αυτό γινόταν στην πραγματικότητα, γιατί ποτέ δεν είδα ένα 10% του ποσού, που με βάση το νόμο δικαιούμουν. Ήρθε λοιπόν, ο καιρός να χάσω και εγώ το πορτοφόλι μου. Αυτό έγινε στου Ζωγράφου, όπου είχα πάει για ένα ποτό. Το κατάλαβα ωστόσο, όταν είχα ήδη φτάσει στην Γλυφάδα. Απίστευτα αγχωμένος επιστρέφω στου Ζωγράφου, ψάχνω γύρω από το σημείο που είχα παρκάρει, τίποτα. Το πορτοφόλι άφαντο! Πάω στο αστυνομικό τμήμα του Ζωγράφου να το δηλώσω και πέφτω πάνω σε έναν απίστευτα ευτραφή αστυνομικό, στογγυλοκαθισμένο στο γραφείο του. Του αναφέρω το συμβάν και τον ακούω έκπληκτος να μου λέει:
- «Α, μπράβο! Το πορτοφόλι που περιγράφεις το έφερε ένας νεαρός, αλλά δεν το κρατήσαμε»
- «Ορίστε;;; Τι θα πει δεν το κρατήσατε;».
- «Εμείς ήμαστε τροχαία, δεν είμαστε ασφάλεια. Και επειδή δεν ήταν κανένας ασφαλίτης εδώ το βράδυ, δεν το κρατήσαμε. Δεν θέλω πολλά μπλεξίματα με τους ασφαλίτες»
- «Είμαστε σοβαροί; Σας φέρνουν ένα πορτοφόλι σαν και αυτό που σας περιγράφω και δεν το κρατάτε;»
- «Άκου να δεις αγόρι μου, εγώ σε μια εβδομάδα βγαίνω σε σύνταξη και δεν θέλω μπλεξίματα με κανέναν. Του είπα του νεαρού να το φέρει αν θέλει αύριο το πρωί. Αν θέλεις πάρε τηλέφωνο ή έλα από εδώ να δεις».
Απίστευτα εκνευρισμένος και με ελάχιστο ύπνο, γυρνάω το επόμενο πρωί στο τμήμα και υπήρχε μόνο η ταυτότητά μου. Γυρνάω σπίτι μου το μεσημέρι απογοητευμένος και σκέφτομαι: «Κοίτα να δεις! Εγώ 4 φορές βρήκα πορτοφόλι και το επέστρεψα και τις 4 φορές με όλα τα χρήματα μέσα. Και έτυχε να χάσω και εγώ μια φορά το πορτοφόλι μου και έγινε κάτι ώστε να μην επιστραφεί».
Δεν προλαβαίνω να το πω αυτό και χτυπάει το κουδούνι. Ήταν ένας νεαρός που είχε βρει το πορτοφόλι μου. Από το φοιτητικό μου πάσο είχε δει την διεύθυνση και είχε έρθει σπίτι για να μου το φέρει. Και πώς βρέθηκε η ταυτότητά μου στο τμήμα; Απλά, όπως είχε πέσει το πορτοφόλι από τον ουρανό του αυτοκινήτου άνοιξε και το περιεχόμενό του σκόρπισε. Ο νεαρός που το βρήκε τα είχε μαζέψει όλα, εκτός από την ταυτότητα που είχε πέσει πιο πέρα. Ένας δεύτερος είχε βρει την ταυτότητα και την είχε παραδώσει στο αστυνομικό τμήμα το πρωί. Ο νεαρός που είχα μπροστά μου, είχε κρατήσει το πορτοφόλι διότι τρόμαξε από τον αστυνομικό που συνάντησε στο τμήμα και αποφάσισε να μου το παραδώσει ο ίδιος την επόμενη μέρα το πρωί. Έτσι, αν υποθέσουμε ότι βρισκόμουν μεταξύ ενός κέντρου και ενός απόκεντρου, το κέντρο ήρθε σε εμένα. Τελικά ήτανε πολύ κοντά μου, δίπλα μου. Και είχα άδικο να κρίνω, να βλαστημήσω την θεία δίκη. Το κέντρο ήρθε σε εμένα και με έκανε να μετανιώσω για αυτό που είχα σκεφτεί.

Προσμονή για παιχνίδι

Αφήγηση από τον κύκλο "Συμπληρώνοντας το τοπίο"
Όταν ήμουν μικρή, ο πατέρας μού μου είχε διηγηθεί μια ιστορία από τα παιδικά του χρόνια. Ζούσε στο Περιστέρι με την οικογένειά του, που ήταν πολύ φτωχή. Δεν είχε πολλά παιχνίδια για να παίζει και ό,τι είχε τα έφτιαχνε μόνος του, μαζί με την παρέα του. Κάποια στιγμή λοιπόν, είχε συμπληρώσει ένα άλμπουμ με αυτοκολλητάκια και είχε κερδίσει μια μπάλα ποδοσφαίρου. Ήτανε πολύ ευτυχισμένος για αυτό! Από την ώρα που την είχε πάρει από τον περιπτερά μέχρι να πάει στο σπίτι δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο παρά να παίξει με αυτήν. Ωστόσο, την ώρα που την πήρε ήταν αργά το βράδυ. Όλο το βράδυ σκεφτόταν πότε θα ξημερώσει για να μπορέσει να παίξει. Όμως, το πρωί που σηκώθηκε έβρεχε και αυτό τον απογοήτευσε. «Τι να κάνουμε», σκέφτηκε, «δεν πειράζει, αύριο». Αλλά πέρασε μια εβδομάδα με συνεχή βροχή και το μόνο που βασάνιζε το μυαλό του ήταν αυτό: «να βγω να παίξω!». Και είχε έντονη την ελπίδα μέσα του πως κάποια στιγμή θα μπορέσει να το κάνει. Σταματήσανε οι βροχές και ήρθε μια ηλιόλουστη μέρα. Βγαίνει έξω, κλοτσάει 1, 2, 3 φορές την μπάλα και αυτήν σκάει! Ήτανε κακής ποιότητας. «Τι κρίμα!», σκέφτηκε. «Δεν πρόλαβα να παίξω και να πραγματοποιήσω αυτό που σκεφτόμουν».
Ωστόσο, ο λόγος που μου αφηγήθηκε αυτήν την ιστορία ήταν για να μου δείξει πόσο μεγάλη ήταν η προσδοκία του και η χαρά του όλη αυτήν την εβδομάδα. Και πως είχε συνειδητοποιήσει πως ήταν ευχής έργον που έβρεχε γιατί έτσι διατηρήθηκε μέσα του η φλόγα της επιθυμίας να παίξει τόσο δυνατή. Αυτό με κάνει να σκεφτώ πως το απόκεντρο είναι τα όνειρά μας και το πώς σκεφτόμαστε το μέλλον. Ενώ το κέντρο είναι η ουσία, η υλοποίηση των ονείρων μας και η πραγματικότητα. Η οποία πολλές φορές μας ικανοποιεί, ενώ άλλες φορές οδηγεί στη ματαίωση.

Κέντρο είναι όπου είναι η ψυχή

Αφήγηση από τον κύκλο "Συμπληρώνοντας το τοπίο"
Το 1973 εργαζόμουν στις διοικητικές υπηρεσίες του ΚΑΤ. Έτυχε εκείνη την περίοδο να γίνει το ατύχημα με τον γιο του Ωνάση, τον Αλέξανδρο. Ήταν μεσημέρι θυμάμαι, εκεί γύρω στις 12, που έπεσε το αεροπλάνο. Ξαφνικά, κατά τις 1:00, βλέπουμε τις πόρτες του νοσοκομείου να κλείνουν και να παύει να δέχεται ασθενείς. Υπήρχε μια έντονη προετοιμασία, χωρίς να μας εξηγεί κανείς τι συμβαίνει. Το μόνο που ξέραμε ήταν πως θα έρθει κάποιος «μεγάλος». Όντως, κατά τις 2:00 φέρανε τον Αλέξανδρο και τον παραλάβανε οι γιατροί. Συγχρόνως αρχίζουν να ειδοποιούν τους συγγενείς του από τα πέρατα του κόσμου να έρθουνε. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση πως μέσα σε 5 ώρες είχανε έρθει δύο Άγγλοι νευροχειρουργοί, είχε έρθει ο Αριστοτέλης Ωνάσης, η μητέρα του Αλέξανδρου, η αδελφή του η Χριστίνα, η φίλη του και διάφοροι άλλοι.
Φυσικά ήτανε τελειωμένη υπόθεση. Ωστόσο, αυτό που μου έκανε τρομερή εντύπωση ήταν πως ενώ ήρθαν με τόσο δύναμη και τόση σιγουριά πως θα γίνει καλά ο Αλέξανδρος, μέσα σε λίγες ώρες ήταν τόσο ανήμπορος… Παρόλα τα χρήματα που είχε και παρά το γεγονός πως ένα ολόκληρο νοσοκομείο ήταν αποκλειστικά για αυτόν, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ήτανε πολύ μικρότερος εκείνη τη στιγμή και από τον πιο φτωχό. Δηλαδή εκείνη την ώρα είχε βρεθεί στο κέντρο του κόσμου και ξαφνικά είχε πάει στο απόκεντρο.
Δύο μέρες μετά, οι γιατροί κάλεσαν τους δικούς του να αποφασίσουν αν θα σταματήσουν την μηχανική υποστήριξη. Μου έχει συμβεί και εμένα αυτό, με την μητέρα μου. Είναι πολύ δύσκολο να πάρουν εκείνη τη στιγμή την απόφαση να γυρίσουν το κουμπί για να σταματήσει η καρδιά. Πιστεύω πως εκείνη η ώρα ήταν κέντρο-απόκεντρο. Χανόσουν!
Αυτή η ιστορία με επηρέασε πάρα πολύ και είδα τελικά πως κανείς δεν είναι τίποτα, παρά μόνο σε μικρά πραγματάκια. Και αυτά τα πράγματα, τα μικροπράγματα από τη ζωή, τα χάνεις στην προσπάθεια να είσαι συνέχεια στο κέντρο. Θεωρώ πως το κέντρο είναι πολύ έντονο πράγμα. Ενώ αντίθετα, το απόκεντρο το φαντάζομαι ως κάτι ειδυλλιακό. Συνειδητοποίησα λοιπόν, με την ιστορία αυτή πως το δικό μου το απόκεντρο, σ’ εκείνη την καρεκλίτσα που καθόμουν στο ΚΑΤ, ήτανε τόσο ωραίο! Άλλωστε, όπου και να είναι το σώμα σου, πολλές φορές η ψυχή σου είναι αλλού. Πιάνεις τον εαυτό σου, πολλές φορές, να «φεύγει» και να ταξιδεύεις κάπου όπου αισθάνεσαι άνετα, ωραία, ζεστά. Πιστεύω λοιπόν, πως κέντρο είναι όπου είναι η ψυχή.

Κλείνοντας κύκλους και ανοίγοντας άλλους

Αφήγηση από τον κύκλο "Συμπληρώνοντας το τοπίο"
Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Χανιά. Τα ερεθίσματα που είχα από εκεί μου είχαν διαμορφώσει μια συγκεκριμένη νοοτροπία σχετικά με τον υπόλοιπο κόσμο και το «εξωτερικό». Κάποτε το ταξίδι στο εξωτερικό μου φαινόταν κάτι πολύ μακρινό. Αν μου έλεγες στα 14 μου χρόνια πως θα ταξίδευα έξω από την Ελλάδα, θα μου φαινόταν κάτι πάρα πολύ δύσκολο.
Αργότερα, όταν άρχισα να πρωτοταξιδεύω, άλλαξε αυτή η νοοτροπία μέσα μου. Πήγα στην Αθήνα, έζησα μόνος μου, πήγα στο εξωτερικό και έκανα μεταπτυχιακές σπουδές. Ξεκίνησα από την Αγγλία, συνέχισα στην Βουδαπέστη, στην Ουγγαρία, πήγα για να δουλέψω στο Βέλγιο… Και σε κάθε περίπτωση, όπου πήγαινε ένοιωθα να ζω κάτι διαφορετικό. Σαν να έκλινε ένας κύκλος και να άνοιγε ένας καινούργιος. Ένοιωθα σαν να άλλαζε ο χαρακτήρας και η προσωπικότητά μου. Σαν κάθε φορά να είμαι ένας καινούργιος άνθρωπος. Και όταν ξαναγύρναγα σε μια πόλη που είχα ήδη ζήσει, όπως η Αθήνα για παράδειγμα, αυτήν ήταν μια άλλη πόλη για μένα.
Το κέντρο λοιπόν, σε κάθε περίπτωση ήταν για μένα όπου πήγαινα, αλλά για κάποιον διαφορετικό λόγο κάθε φορά. Το κέντρο ήταν όπου βρισκόμουν για ένα σημαντικό λόγο, για μια εμπειρία διδακτική, φιλοσοφική, ζωής. Και βλέπω τον εαυτό μου κάθε φορά που τελειώνει μια τέτοια περίοδος τελείως διαφορετικό, ανάλογα με το που βρισκόμουν και τι έκανα.

Και νέοι κύκλοι αφηγήσεων

Οι πρώτοι κύκλοι αφηγήσεων στην Άνοιξη, τον Αγιο Στέφανο και το Κρυονέρι κύλησαν ευχάριστα και καλά. Μια μικρή αμηχανία στην αρχή έδωσε γρήγορα τη θέση της σ' έναν ποταμό ιστοριών, που ξεπηδούσαν αυθόρμητα και αφορούσαν τη διαφορετική νοοτροπία, την αίσθηση της παλιάς γειτονιάς και τα προβλήματα της συμμετοχής των κατοίκων στα κοινά.
Οι νέοι κύκλοι που προγραμματίζονται για τις επόμενες εβδομάδες έχουν ως εξής:
  • Γειτονιά και αισθητική κοινόχρηστων χώρων Άνοιξης: Πέμπτη 22 Μαϊου στις 6:30 μμ και Τετάρτη 4 Ιουνίου στις 6 μμ, στα γραφεία της EURONET (Λ.Σταμάτας 5α, Δροσιά, 1ος όροφ. γρφ. 4)
  • Προστασία και ανάδειξη φυσικού πλούτου Αγ.Στεφάνου: Δευτέρα 26 Μαϊου στις 6 μμ και Δευτέρα 2 Ιουνίου στις 6 μμ, στα γραφεία της EURONET (Λ.Σταμάτας 5α, Δροσιά, 1ος όροφ. γρφ. 4)
  • Σχέση γυναίκας - εξουσίας στην Ανατολική Αττική: Τετάρτη 28 Μαϊου στις 2 μμ στη Ραφήνα (Πνευματικό Κέντρο Δήμου) και Τετάρτη 4 Ιουνίου στις 11 πμ στη Νέα Μάκρη (ΙΕΚ ΩΜΕΓΑ, Πολιτιστικό Πάρκο Ν. Μάκρης)
Για όσους και όσες επιθυμούν να συμμετάσχουν σ' αυτούς ή σε επόμενους κύκλους, υπενθυμίζουμε τα τηλέφωνά μας: 210 8132633 και 210 6215133, καθώς και το email μας: info@euronet.org.gr. Σας περιμένουμε!

Ίσες ευκαιρίες (;) από το δημοτικό

Απόσπασμα από συνέντευξη
Πέρυσι στο σχολείο της ανιψιάς μου έκαναν εκλογές για 5μελή συμβούλια. Τα αγόρια της Δ' τάξης, στην οποία πήγαινε η ανιψιά μου, συνεννοήθηκαν μεταξύ τους να ψηφίσουν το ένα το άλλο και κανένα κορίτσι. Και έτσι έγινε. Αντίθετα τα κορίτσια ψήφισαν και αγόρια. Το αποτέλεσμα ήταν να μην εκλεγεί κανένα κορίτσι. Τα αγόρια πανηγύρισαν το γεγονός και κορόιδευαν τα κορίτσια αποκαλώντας τα «άχρηστα». Αυτά στενοχωρήθηκαν πάρα πολύ. Και σκέψου πως πρόκειται για παιδιά Δ' δημοτικού και συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο...

Γυναικεία και ανδρική επιχειρηματική σκέψη

Θυμάμαι ένα ζευγάρι γνωστών μου που απέκτησε ξαφνικά χρήματα. Σκέφτηκαν να κάνουν κάποια επένδυση του κεφαλαίου σε κάποια επιχείρηση. Ο άνδρας ήθελε να ανοίξουν μια εταιρεία ανακύκλωσης αυτοκινήτων, αφού πίστευε πως ο συγκεκριμένος κλάδος παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, λόγω της γενικότερης αύξησης του ενδιαφέροντος για την οικολογία. Έψαχνε μια νέα επιχειρηματική ευκαιρία και λειτούργησε με βάση τον οικονομικό ορθολογισμό. Η γυναίκα από την άλλη ήθελε να ανοίξουν ένα βεστιάριο. Θεωρούσε πολύ ενδιαφέρον να νοικιάζουν ρούχα σε καλλιτέχνες και να κάνουν γνωριμίες με σημαντικούς ανθρώπους. Αυτό που σκεφτόταν ήταν «θέλω να δοκιμάζω κάτι πρώτη». Έβαλε τον εαυτό της στη θέση του πελάτη. Λειτούργησε με βάση το κοινωνικό κριτήριο, δηλαδή την προσωπική επιθυμία για κοινωνική προβολή και πρόοδο. Τελικά, λόγω της διαφωνίας τους, καμιά από τις δύο ιδέες δεν προχώρησε και αμφότεροι συνέχισαν να ασχολούνται με το επάγγελμα που έκαναν τόσα χρόνια: την ιατρική.

Όλοι μαζί σ' ένα λεωφορείο

Απόσπασμα από συνέντευξη
Οι σχέσεις των ανθρώπων στο Κρυονέρι παλιότερα ήταν πολύ στενές. Όπως μου έχουν διηγηθεί οι γονείς μου, όταν ήταν νέοι πήγαιναν γίνονταν συνεχώς εκδρομές στις οποίες συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι. Ήταν σαν ένα χωριό ολόκληρο να μπαίνει σε ένα λεωφορείο και να ταξιδεύει. Σήμερα δεν το βλέπεις αυτό.

Φτιάχνοντας μια ωραία γειτονιά

Απόσπασμα από συνέντευξη
Ο πατέρας μου ήρθε στην Άνοιξη το 1947. Αρχικά σαν παραθεριστής. Το ξεκίνημα ήταν πολύ δύσκολο. Δεν είχαμε νερό, τηλέφωνο και ηλεκτρικό. Για όλα τα θέματα έπρεπε να φροντίσουμε μόνοι μας: Το βυτιοφόρο ερχόταν και μοίραζε νερό, ο κύριος Βασίλης το υγραέριο, για τηλέφωνο πηγαίναμε στο περίπτερο της Εκάλης. Αλλά παρόλα τα προβλήματα ήταν ευχάριστο το ξεκίνημα και κάναμε μια ωραία γειτονιά, μια υπέροχη γειτονιά, την Νέα Εκάλη, όπου αγκαλιάσαμε ο ένας τον άλλο. Τον αγάπησα πάρα πολύ αυτό τον χώρο. Γιατί ήμασταν μέσα στην φύση. Επιπλέον, πριν επεκταθεί τριγύρω το τσιμέντο, η θέα από την περιοχή μας ήταν μοναδική, εξαιρετική. Μπροστά ήταν η Πάρνηθα με τους Θρακομακεδόνες. Στα αριστερά το Τατόι. Να φανταστείς, το τρένο που πέρναγε το παρακολουθούσαμε επί 5 λεπτά από την στιγμή που θα εμφανιζόταν μέχρι να εξαφανιστεί. Πίσω μας ήταν και είναι η Πεντέλη. Τώρα δυστυχώς αυτή η θέα έχει χαθεί σε μεγάλο βαθμό, αλλά όχι εντελώς.

Αγάπη για τον τόπο μας

Απόσπασμα από συνέντευξη
Ήταν μεγάλη χαρά για εμένα όταν ο δήμαρχος μας είπε να κάνουμε δεντροφύτευση. Μας ρώτησε πού θα ήθελε ο κάθε ένας να φυτέψει δέντρα. Πολύ λίγοι απάντησαν... Εγώ του είπα: «φέρε μου πέντε - έξι ρίζες και θα δεις και που θα τις φυτέψω». Πρέπει να συνεχίσουμε ν’αγαπάμε τον χώρο μας, τον τόπο μας. Και να τον προστατεύουμε σαν τα μάτια μας.

Παιδεία και αισθητική

Απόσπασμα από συνέντευξη
Θυμάμαι μια διαφωνία που είχα με έναν φίλο μου. Πρόκειται για ένα παιδί πολύ καλλιεργημένο και μορφωμένος και επιπλέον άνθρωπο πολύ καλών προθέσεων. Ωστόσο η προσέγγισή του στο ζήτημα της παιδείας είναι εντελώς τεχνοκρατική. Θεωρεί πως αυτή μπορεί να βελτιωθεί μέσα από την καλύτερη κατάρτιση των εκπαιδευτικών, την αύξηση των ωρών διδασκαλίας και γενικότερα τη βελτίωση της εκπαίδευσης. Εγώ του είπα πως πρέπει πρώτα να κάνουμε πιο ωραία τα σχολεία, πιο όμορφους τους χώρους, να βάλουμε ωραία αγάλματα... Μετά θα έρθουν και τα άλλα.

Ψάχνοντας για παιδικό σταθμό

Απόσπασμα από συνέντευξη
Όταν γέννησα το πρώτο μου παιδί δεν υπήρχε παιδικός σταθμός στην Άνοιξη. Απευθύνθηκα στο Δήμο και μου είπαν να κάνω αίτηση σε κάποιον από τους γύρω Δήμους. Οι συνθήκες όμως στους δημοτικούς παιδικούς σταθμούς ήταν απαράδεκτες, αφού κάθε τμήμα είχε μεγάλο αριθμό παιδιών, ενώ σε πολλές περιπτώσεις υπήρχε πολύ μεγάλο πρόβλημα στην υλικοτεχνική υποδομή. Βλέποντας λοιπόν την έλλειψη προσωπικού κατέληξα να στείλω το παιδί μου σε ιδιωτικό σταθμό. Έτσι παρότι ήθελα να πάω το παιδί μου σε δημόσιο παιδικό σταθμό, οι κακές συνθήκες των εγκαταστάσεων και η έλλειψη προσωπικού με ανάγκασαν να προτιμήσω τον ιδιωτικό.

Τα δέντρα του γείτονα

Απόσπασμα από συνέντευξη
Πριν κάποια χρόνια είχε καεί μια μεγάλη δασική περιοχή στον Άγιο Στέφανο. Η Νομαρχία την κήρυξε αναδασωτέα. Αλλά μαζί με αυτήν κήρυξε αναδασωτέο και ένα κομμάτι γης που δεν ήταν δασικό. Σε αυτό υπήρχαν ιδιόκτητα οικόπεδα τα οποία ήταν μάλιστα οικοδομήσιμα. Ως τέτοια άλλωστε τα πλήρωναν στην εφορία οι ιδιοκτήτες. Πολλά από αυτά τα επόμενα χρόνια οικοδομήθηκαν και κανένας δεν αντέδρασε. Ξαφνικά κάποιοι που είχαν ήδη χτίσει σπίτια στην περιοχή άρχισαν να αντιδρούν, γιατί δεν ήθελαν να χάσουν το πράσινο και την θέα. Για παράδειγμα ένας γιατρός έβγαλε άδεια για να χτίσει το οικόπεδό του που βρισκόταν δίπλα στο σπίτι ενός δικηγόρου. Ο τελευταίος φάνηκε πως ενοχλήθηκε και τον ρώτησε: «Πώς ρε γείτονα έβγαλες άδεια; Πότε την έβγαλες;». Ο γιατρός του απάντησε πως την είχε βγάλει 7 μήνες πριν. Ο δικηγόρος ήξερε πως τις διοικητικές πράξεις δεν μπορείς να τις προσβάλεις αν περάσουν έξι μήνες. Του είπε λοιπόν πως αν έφτιαχνε το σπίτι στο τμήμα του οικοπέδου που ήταν ακριβώς δίπλα στο δικό του σπίτι θα του έκοβε τον αέρα. Πες - πες, τον έπεισε τον άνθρωπο να κάνει αναθεώρηση της άδειας και να φτιάξει το σπίτι από την άλλη πλευρά του οικοπέδου. Και μόλις έγινε η αναθεώρηση, πήγε και έκανε προσφυγή για να ακυρωθεί η άδεια, λέγοντας πως πρόκειται για δασική περιοχή. Πολλοί είναι οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν αντίστοιχο πρόβλημα και κινδυνεύουν να χάσουν τα σπίτια τους. Τους έχω δει να έρχονται στο Δημοτικό Συμβούλιο, γεμάτοι άγχος και αγωνία για το τι θα γίνει. Δυστυχώς όλοι θέλουν να χτίσουν, αλλά ο γείτονας να μην χτίσει. Θέλουν να έχουν τα δέντρα του γείτονα για να αναπνέουν.

Εμείς και τα σκουπίδια

Απόσπασμα από συνέντευξη
Θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό περιστατικό με τους κάδους ανακύκλωσης. Συγκεκριμένα, η εταιρεία που τοποθέτησε τους κάδους για πολύ καιρό δεν πέρναγε να τους αδειάσει, παρότι αυτοί είχανε γεμίσει. Αλλά ούτε και ο Δήμος την καλούσε να τους πάρει. Προφανώς υπήρχε πρόβλημα μεταξύ τους. Οι κάτοικοι συνέχισαν να φέρνουν στους κάδους υλικά για ανακύκλωση, πιστεύοντας πως θα περάσουν να τα μαζέψουν. Αυτό δεν έγινε και μια μέρα φύσηξε αέρας και διασκόρπισε τις εφημερίδες στο δάσος. Ήταν Ιούλιος μήνας και αυτό έκανε επικίνδυνη την κατάσταση για πυρκαγιά. Εγώ για αυτό τσακώθηκα με μια γειτόνισσα. Της είπα «δεν βλέπεις που είναι τα χαρτιά;». Αυτή απάντησε πως δεν είχε προσέξει ότι η εταιρεία δεν τα μάζεψε και ζήτησε συγνώμη. Δεν είχε προβληματιστεί καθόλου. Τελικά, όλοι έχουμε μερίδιο ευθύνης.

Καθαρίζοντας μια παραλία

Απόσπασμα από συνέντευξη
Θυμάμαι πέρυσι μια ΜΚΟ είχε οργανώσει καθαρισμό της παραλίας του Σχοινιά. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι πως από τα 100 άτομα που βρεθήκαμε εκεί, τα 50 ήταν ξένοι. Και όταν λέω «ξένοι», εννοώ αλλοδαποί: Άγγλοι, Γάλλοι κλπ. Οι ξένοι έχουν πιο ανεπτυγμένο ένστικτο στο να βοηθήσουν. Ήταν απίστευτο να μιλάμε συνέχεια σε μια ξένη γλώσσα, ενώ ήμασταν στην Ελλάδα.

Παιδικές αναμνήσεις

Απόσπασμα από συνέντευξη
Όταν ήμουν μικρή, έκανα διακοπές σε ένα απομονωμένο χωριό στο Καρπενήσι, όπου μοναδικός κάτοικος ήταν ο παππούς μου. Μόνο σε εκείνη την περιοχή φυτρώνει ένα συγκεκριμένο είδος χόρτου με μια ιδιαίτερη μυρωδιά, το μελισσοχόρταρο. Όταν λοιπόν ξαναβρέθηκα σε αυτό το μέρος μετά από πολύ καιρό, συγκεκριμένα μετά από 9 χρόνια και αφού ήδη ο παππούς μου είχε πεθάνει, μύρισα το μελισσοχόρταρο. Τότε στο μυαλό μου ήρθαν εικόνες από τα παιδικά μου χρόνια, όταν μαζευόμασταν όλα του τα εγγόνια εκεί και παίζαμε. Η φύση μου ξύπνησε αναμνήσεις και εικόνες από το παρελθόν μου και η σύνδεση του τόπου με το συναίσθημα με ξαναέκανε πιτσιρίκι.

Μυρωδιές φύσης

Απόσπασμα από συνέντευξη
Εγώ θυμάμαι έπεφτα κάτω στο χώμα και δεν με ένοιαζε. Μέσα στο χώμα ήμασταν όλη την ώρα, είχαμε εξοικειωθεί μ’ αυτό. Τα παιδιά σήμερα έχουν αποξενωθεί από το χώμα, από τη φύση. Αυτοί οι κήποι, οι έτοιμοι, με το γκαζόν και τις πισίνες, είναι σημάδι της απομόνωσής μας. Παθαίνεις κάτι και δεν υπάρχει ένας άνθρωπος να σε νοιαστεί… Είναι καλύτερα να φτιάξεις έναν κήπο μόνο σου. Για αυτό λέω, δεν είναι κακό να ασχοληθούν οι νέες κοπέλες, να βάλουν ένα δυόσμο, μια ρίγανη, να νοιώσουμε τις μυρωδιές της φύσης. Δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος. 80 τ.μ. σπίτι, έναν κήπο, ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες να ξεφεύγει... Πλούσιος είσαι όταν έχεις φίλους δίπλα να σε νοιαστούν. Και λεφτά να έχεις αν δεν έχεις φίλους τι να το κάνεις; Θα σε πλησιάζουν όλοι για να σε ρίξουν, για να σου πάρει τα λεφτά.

Ξεκινούν οι πρώτοι κύκλοι αφηγήσεων

Οι κύκλοι αφηγήσεων ξεκινούν στην Άνοιξη και το Κρυονέρι. Συγκεκριμένα ο πρώτος θα γίνει την Τρίτη 13 Μαίου στις 6:30 μ.μ. στην αίθουσα του Δ.Σ. Άνοιξης και ο δεύτερος την Πέμπτη 15 Μαίου στις 6:30 μ.μ. στο Πολιτιστικό Κέντρο Κρυονερίου.
Οι άνθρωποι που συμμετέχουν, ακούν και διηγούνται τις δικές τους ιστορίες από περιστατικά σχετικά με το περιβάλλον και τις ανθρώπινες σχέσεις στη πόλη μας. Μέσα από τις εμπειρίες που μοιράζονται, θίγονται θέματα που οι ίδιοι θεωρούν σημαντικά, μ' έναν τρόπο άνετο και φυσικό, που δεν καταλήγει σε μια στείρα αντιπαράθεση επιχειρημάτων.
Έτσι γνωρίζουμε πτυχές προβλημάτων που δεν είχαμε σκεφτεί ή φανταστεί, ερχόμαστε κοντά με τους άλλους και τελικά μαθαίνουμε να δημιουργούμε μαζί, αντί να αμυνόμαστε ή να προσπαθούμε να επιβάλλουμε τη γνώμη μας.

Δυο ώρες χαλάρωσης για αυτούς που ήδη δήλωσαν συμμετοχή, σε κλίμα ευχάριστο και φιλικό, με καφέ, τσάι, αναψυκτικό ή κρασί και πολλές πολλές ιστορίες.
Οι υπόλοιποι που πιθανόν ζηλέψετε... μπορείτε να κλείσετε θέση για τον επόμενο κύκλο, τηλ: 210 8132633, email: info@euronet.org.gr.
Σας περιμένουμε!