Αφήγηση από τον κύκλο "Συμπληρώνοντας το τοπίο"
Πριν από κάποια χρόνια πήγα να δουλέψω στο κέντρο. Μέχρι τότε, επειδή μου άρεσε η φύση, πάντα εργαζόμουν σε απόκεντρο. Δούλεψα λοιπόν για ένα διάστημα, περίπου ένα χρόνο, στο κέντρο. Ακριβώς στο κέντρο, στην Ομόνοια. Η εμπειρία μου αυτή στην αρχή με σοκάρισε. Γιατί ήμουν μακριά από όλα αυτά που είδα. Είδα τα ναρκωτικά σε όλη τους την έκταση. Είδα να κάνουν χρήση. Είδα άτομα να έχουν στερητικό σύνδρομο. Είδα πεθαμένο! Με λίγα λόγια είδα όλη τη διεργασία, του πως το κάνουνε. Και αυτό γιατί εργαζόμουν σε ένα χώρο, στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας, που από το παράθυρο μπορούσα να δω στην είσοδο, όπου συγκεντρώνονταν πολλοί χρήστες. Συγκεκριμένα, εργαζόμουν σε ένα χημείο, ως τεχνολόγος. Αλλά δεν έχει σημασία η εργασία, αλλά ο τόπος. Γιατί εκεί γίνεται ένας χαμός και στην αρχή είχα σοκαριστεί. Θυμάμαι κάποιες φορές που έβλεπα κάποιο πεσμένο, φώναζα: «άνθρωπος πεθαμένος, να φωνάξουμε το ασθενοφόρο». Αλλά στο κέντρο οι άνθρωποι έχουν παγώσει τόσο πολύ! Έχουν γίνει άπονοι. Όλοι μου λέγανε «και να τους φωνάξουμε δεν θα έρθουν, δεν πρόκειται να γίνει τίποτα». Κάποιοι άλλοι τους κλωτσάγανε, ένα τέτοιο πράγμα. Και αυτή η κατάσταση συνεχιζόταν και στον σταθμό, όπου πήγαινα να πάρω το τρένο να γυρίσω στον Άγιο Στέφανο. Έβλεπες και εκεί πάλι την ζητιανιά, σου έλεγαν τάχα ότι ήθελαν χρήματα για να συμπληρώσουν το αντίτιμο του εισιτηρίου, ενώ στην πραγματικότητα τα ήθελαν για να συμπληρώσουν τη δόση τους. Έβλεπες παιδάκια, γνώριμες φάτσες, αφού τους έβλεπες σε καθημερινή βάση. Και είχα αρρωστήσει, γιατί και εγώ είμαι μητέρα. Και λέω καλύτερα το κέντρο του απόκεντρού μου, παρά αυτό εδώ το κέντρο. Και έτσι, έφυγα από εκεί.