Απόσπασμα από συνέντευξη
Ο πατέρας μου ήρθε στην Άνοιξη το 1947. Αρχικά σαν παραθεριστής. Το ξεκίνημα ήταν πολύ δύσκολο. Δεν είχαμε νερό, τηλέφωνο και ηλεκτρικό. Για όλα τα θέματα έπρεπε να φροντίσουμε μόνοι μας: Το βυτιοφόρο ερχόταν και μοίραζε νερό, ο κύριος Βασίλης το υγραέριο, για τηλέφωνο πηγαίναμε στο περίπτερο της Εκάλης. Αλλά παρόλα τα προβλήματα ήταν ευχάριστο το ξεκίνημα και κάναμε μια ωραία γειτονιά, μια υπέροχη γειτονιά, την Νέα Εκάλη, όπου αγκαλιάσαμε ο ένας τον άλλο. Τον αγάπησα πάρα πολύ αυτό τον χώρο. Γιατί ήμασταν μέσα στην φύση. Επιπλέον, πριν επεκταθεί τριγύρω το τσιμέντο, η θέα από την περιοχή μας ήταν μοναδική, εξαιρετική. Μπροστά ήταν η Πάρνηθα με τους Θρακομακεδόνες. Στα αριστερά το Τατόι. Να φανταστείς, το τρένο που πέρναγε το παρακολουθούσαμε επί 5 λεπτά από την στιγμή που θα εμφανιζόταν μέχρι να εξαφανιστεί. Πίσω μας ήταν και είναι η Πεντέλη. Τώρα δυστυχώς αυτή η θέα έχει χαθεί σε μεγάλο βαθμό, αλλά όχι εντελώς.