Αφήγηση από τον κύκλο "Συμπληρώνοντας το τοπίο"
Θυμάμαι μια μέρα έφυγα από την Άνοιξη και πήγα στο κέντρο, στην Αθήνα. Αρχικά πήγα στο Σύνταγμα, που είναι το κέντρο όχι μόνο της Αθήνας, αλλά και της Ελλάδας ολόκληρης. Σταδιακά, άρχισα να κατηφορίζω προς την Ομόνοια και το Μοναστηράκι. Λίγα μέτρα πιο κάτω βρέθηκα σε μια περιοχή, κοντά στην Αθηνάς, όπου είχα να πάω πολύ καιρό. Διαπίστωσα πως εκεί έχει μαζευτεί κόσμος από διαφορετικές χώρες, με συνήθεις περίεργες, ναρκωτικά, γυναίκες, άνδρες, όλα ανάμεικτα. Βρέθηκα λοιπόν, ξαφνικά από ένα κέντρο σε ένα άλλο σημείο, το οποίο είναι απόκεντρο. Από πλευράς τοποθεσίας, ήτανε η ίδια περιοχή που ήξερα από το παρελθόν. Ωστόσο, εμένα μου φάνηκε πως είχε αλλάξει εντελώς, μέσα από τις νέες κοινωνικές ομάδες που βρέθηκαν σε αυτόν τον χώρο, που για μένα ήταν κάποτε ένα κέντρο ενιαίο. Μια περιοχή όπου πήγαινα, την περπάταγα πάνω κάτω και δεν έβρισκα μεγάλες διαφορές από το ένα σημείο στο άλλο. Διαπιστώνοντας τις αλλαγές που έχει υποστεί, ένοιωσα πραγματικά την ανάγκη να φύγω και από το κέντρο και από το απόκεντρο, όπως θεώρησα αυτά τα δύο σημεία. Η αντίδραση μου συνδέεται προφανώς, με τις προσωπικές μου φοβίες, στάσεις, αρνήσεις. Από την διαπίστωση πως ο κόσμος αυτός δεν είναι ο κόσμος μου. Δεν είναι οι συνήθειές μου. Δεν είναι η ζωή μου, δεν είναι αυτό που θέλω. Μου γεννήθηκαν λοιπόν ερωτήματα του τύπου «πού ήρθα» ή «που βρέθηκα;». Αυτά μου δημιουργήθηκε μια τάση φυγής, την επιθυμία να βρεθώ σε ένα άλλο σημείο, που θα το βαφτίσω «κέντρο-απόκεντρο».