Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Εγώ μεγάλωσα σε ένα χωριό της Κρήτης. Ο πατέρας μου ήταν παπάς εκεί. Φανταστείτε λοιπόν, το παπαδοπαίδι σε ένα χωριό. Τα περισσότερα παιδάκια ήταν μεταξύ τους ή συγγενείς, ή συμπεθέροι ή ξαδέλφια. Τριάκοσους ανθρώπους είχε το χωριό και το παπαδοπαίδι ήταν συγγενής με όλους. Θυμάμαι πως κανένα σπίτι δεν είχε κλειδί, με την έννοια του «κλειδώνω το σπίτι για να φύγω». Ένα κλειδί υπήρχε το οποίο έμπαινε πάνω από τη γραβιέρα. Η αυλόπορτα δεν έκλεινε ποτέ. Το παιχνίδι μας ήταν από το πρωί μέχρι τη δύση του ήλιου, μέχρι να μη βλέπουμε τη μύτη μας. Τις μπάλες να φανταστείτε τις αφήναμε στους γείτονες, στους κήπους γύρω-γύρω. Περνώντας από γειτονιές με πορτοκαλιές γυρίζοντας, ξεδιψάγαμε με τα πορτοκάλια. Όπου πολλές φορές παίζαμε και πόλεμο. Δεν μας φώναζε κανείς, γιατί όλο και κάποιος από την παρέα θα ήταν συγγενής του. Αυτές οι αναμνήσεις δεν μας φεύγουνε από το μυαλό. Τώρα, το πρώτο πράγμα που κάνουμε μπαίνοντας στο σπίτι μας είναι να κλείσουμε την αυλόπορτα και μετά να κλειδώσουμε και την πόρτα του σπιτιού μας. Με αποτέλεσμα το παιδί μας να μην μπορεί να βγει ούτε στην αυλή. Εμένα ο γιος μου δεν μπορεί να βγει. «Μπαμπά», μου λέει, «θέλω να βγω να παίξω στην αυλή». Και βγαίνω και του ξεκλειδώνω. Πολύ δε περισσότερο, τα παιδιά δεν μπορούν να βγουν στο δρόμο. Συνεπώς, όχι μόνο κοινωνικές, αλλά ούτε καν οικογενειακές συναναστροφές δεν μπορούμε να έχουμε σήμερα.