Απόσπασμα από κύκλο αφήγησης με θέμα το περιβάλλον
Εγώ μένω στην Άνοιξη 24 χρόνια. Ο άνδρας μου είναι γέννημα-θρέμμα Ανοιξιώτης. Εγώ ερχόμουν από νύφη. Παρότι ήξεραν πως είμαι νύφη, όλοι με υποδέχτηκαν πολύ καλά. Με χαιρετούσαν, μου λέγανε «γεια σου τι κάνεις». Και επειδή είμαι από επαρχία, ένοιωσα πολύ καλά, καλύτερα και από το Γύθειο, από τη δική μου γειτονιά. Θυμάμαι ας πούμε, όταν στο σπίτι μιας γειτόνισσας τηγάνιζαν ψάρια, εμένα θα φώναζαν πρώτη για να μου δώσουν. Θυμάμαι λοιπόν μια Άνοιξη εντελώς διαφορετική από ό,τι είναι τώρα. Σήμερα τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα γιατί οι μάντρες αποξενώνουν. Αλλά και πάλι, πρέπει να βρεθεί το κλειδί που θα ανοίξει τις πόρτες από τις μάντρες. Γειτονιά υπάρχει, γιατί η γειτονιά είμαστε εμείς. Εγώ εκεί που μένω έχω γειτονιά. Πάω στη γειτόνισσα για καφέ, έρχεται αυτή για καφέ. Εμείς οι ίδιοι φτιάχνουμε τη γειτονιά μας. Αν δεν ανοίξεις πρώτος το σπίτι σου δεν θα σου το ανοίξει κανένας. Εγώ ζω τόσα χρόνια στην Άνοιξη και ασχολούμαι με τους συλλόγους και τις συλλογικές δραστηριότητες και ποτέ δεν ένοιωσα πως υπάρχουν κλειστές πόρτες. Μπορεί να μην ανοίξουν με την πρώτη, αλλά θα ανοίξουν. Αν χτυπήσεις δύο και τρεις φορές θα ανοίξουν. Γιατί όλοι έχουμε ανάγκη από επικοινωνία. Αλλά το θέμα είναι αν εμείς στην καρδιά μας μπορούμε να βρούμε το κλειδάκι που θα τις ανοίξει. Και παρότι μένω σε μια περιοχή όπου γύρω δεν υπάρχουν σπίτια, δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην τον γνώριζα τριγύρω. Και αυτό δεν οφείλεται αποκλειστικά στο ότι ο άντρας μου είναι γηγενής, αλλά γιατί κι εγώ διεύρυνα τον κοινωνικό κύκλο.