Ο κήπος
Παρότι είμαι κάτοικος του Αγίου Στεφάνου από 12 χρονών, δεν υπήρξα ποτέ παιδί του κήπου. Μου άρεσε πολύ να ακούω τη φύση μέσα από το δωμάτιό μου, ή μέσα από κάποιον άλλο εσωτερικό χώρο, να κάθομαι στο πιάνο και να γράφω τραγούδια. Ωστόσο, ο κήπος είχε πολλές δουλειές στις οποίες έπρεπε να βοηθήσω, κάτι που έβρισκα και πολύ ωραίο. Ο πατέρας μου είχε ένα αμπελάκι εκεί, όπου το καλοκαίρι μαζεύονταν σφήκες και πουλιά. Η μέθοδος για να προστατέψουνε τα αμπέλια ήταν να φτιάχνουμε κάποιες μικρές σακούλες, τις οποίες βάζαμε γύρω από τα φυτά. Έτσι και εκείνη τη μέρα, άρχισα να κάνω αυτήν τη δουλειά. Εδώ θα πάω την ιστορία λίγο πιο πίσω, για να επιστρέψω αργότερα. Από το δωμάτιό μου, που είναι σαν σοφίτα, βλέπω τον κήπο και κάποια σπίτια δίπλα και απέναντι από το δικό μας. Σε ένα από αυτά μένει μια οικογένεια με ένα κορίτσι. Αυτό είχε πάντα, όπως το έβλεπα και μεγάλωνε από κορίτσι σε γυναίκα, μια αγγελική ομορφιά, που σε ενέπνεε να γράψεις κάτι. Σταδιακά, άρχισα να την παρατηρώ και όταν την έβλεπα να βάζω στο στερεοφωνικό τραγούδια που μου άρεσαν. Σιγά-σιγά, αρχίσαμε να ανταλλάσσουμε κάποια βλέμματα, αλλά όλα αυτά μέσα στη σιωπή. Το κορίτσι μεγάλωνε και αυτό το παιχνίδι με τα τραγούδια συνεχιζόταν. Στο σημείο αυτό, επιστρέφω σε εκείνο το απόγευμα που δούλευα στον κήπο. Ο πατέρας μου μού έλεγε διάφορα για τον κήπο και για το πώς πρέπει να γίνουν οι δουλειές, αλλά εμένα ο νους μου φαίνεται πως ήταν κάπου αλλού. Κάποια στιγμή, ακούω τον πατέρα μου να φωνάζει: «πρόσεχε!». Εκείνη τη στιγμή αισθάνομαι το τσίμπημα μιας σφήκας. Καθώς πήγαινα μέσα να πλύνω τα χέρια μου, ακούω τον θόρυβο από ένα μηχανάκι, ένα παπάκι. Κοιτάζω στην πόρτα και βλέπω ένα νεαρό. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, κατέβηκε το κορίτσι, την πήρε ο νεαρός και φύγανε. Ήταν σαν να πήρα ένα μήνυμα εκείνη τη στιγμή, πως το κορίτσι μεγάλωσε και πως η ζωή περνά, κυλάει. Το περιστατικό αυτό το κατέγραψα σε ένα διήγημα. Αλλά θα μπορούσε να έχει γίνει και τραγούδι.